헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατοικοδομέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατοικοδομέω κατοικοδομήσω

형태분석: κατ (접두사) + οἰκοδομέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to build upon or in
  2. to build away, to squander in building

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοικοδομῶ

κατοικοδομεῖς

κατοικοδομεῖ

쌍수 κατοικοδομεῖτον

κατοικοδομεῖτον

복수 κατοικοδομοῦμεν

κατοικοδομεῖτε

κατοικοδομοῦσιν*

접속법단수 κατοικοδομῶ

κατοικοδομῇς

κατοικοδομῇ

쌍수 κατοικοδομῆτον

κατοικοδομῆτον

복수 κατοικοδομῶμεν

κατοικοδομῆτε

κατοικοδομῶσιν*

기원법단수 κατοικοδομοῖμι

κατοικοδομοῖς

κατοικοδομοῖ

쌍수 κατοικοδομοῖτον

κατοικοδομοίτην

복수 κατοικοδομοῖμεν

κατοικοδομοῖτε

κατοικοδομοῖεν

명령법단수 κατοικοδόμει

κατοικοδομείτω

쌍수 κατοικοδομεῖτον

κατοικοδομείτων

복수 κατοικοδομεῖτε

κατοικοδομούντων, κατοικοδομείτωσαν

부정사 κατοικοδομεῖν

분사 남성여성중성
κατοικοδομων

κατοικοδομουντος

κατοικοδομουσα

κατοικοδομουσης

κατοικοδομουν

κατοικοδομουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοικοδομοῦμαι

κατοικοδομεῖ, κατοικοδομῇ

κατοικοδομεῖται

쌍수 κατοικοδομεῖσθον

κατοικοδομεῖσθον

복수 κατοικοδομούμεθα

κατοικοδομεῖσθε

κατοικοδομοῦνται

접속법단수 κατοικοδομῶμαι

κατοικοδομῇ

κατοικοδομῆται

쌍수 κατοικοδομῆσθον

κατοικοδομῆσθον

복수 κατοικοδομώμεθα

κατοικοδομῆσθε

κατοικοδομῶνται

기원법단수 κατοικοδομοίμην

κατοικοδομοῖο

κατοικοδομοῖτο

쌍수 κατοικοδομοῖσθον

κατοικοδομοίσθην

복수 κατοικοδομοίμεθα

κατοικοδομοῖσθε

κατοικοδομοῖντο

명령법단수 κατοικοδομοῦ

κατοικοδομείσθω

쌍수 κατοικοδομεῖσθον

κατοικοδομείσθων

복수 κατοικοδομεῖσθε

κατοικοδομείσθων, κατοικοδομείσθωσαν

부정사 κατοικοδομεῖσθαι

분사 남성여성중성
κατοικοδομουμενος

κατοικοδομουμενου

κατοικοδομουμενη

κατοικοδομουμενης

κατοικοδομουμενον

κατοικοδομουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κυρωθέντοσ δὲ τοῦ νόμου συνελθόντεσ οἱ δημοτικοὶ τά τε οἰκόπεδα διελάγχανον καὶ κατῳκοδόμουν ὅσον ἕκαστοι τόπον δυνηθεῖεν ἀπολαμβάνοντεσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 32 6:3)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 32 6:3)

유의어

  1. to build upon or in

  2. to build away

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION