κατασκευή
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
κατασκευή
형태분석:
κατασκευ
(어간)
+
η
(어미)
뜻
- 장비, 준비, 마련, 기기
- 부동산
- 사정, 특별, 모양, 국면
- 계략, 기구, 기기
- preparation, in preparing for, the equipment
- any kind of furniture that is fixed, buildings, fixtures, any furniture
- the state, condition, constitution
- a device, trick
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἀλλ’ ἐκεῖνο ἐνδείξασθαι βουλόμενον, ὅτι τὰ τοιαῦτα ἁμαρτήματα ἐν ταῖσ κατασκευαῖσ εἰώθεν ἁμαρτάνειν, καὶ χείρων μὲν αὐτὸσ αὑτοῦ γίνεται, ὅταν τὸ μέγα διώκῃ καὶ περιττὸν ἐν τῇ φράσει, μακρῷ δέ τινι ἀμείνων, ὅταν τὴν ἰσχνὴν καὶ ἀκριβῆ καὶ δοκοῦσαν μὲν ἀποίητον εἶναι κατεσκευασμένην δὲ ἀμωμήτῳ καὶ ἀφελεῖ κατασκευῇ διάλεκτον εἰσφέρῃ· (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 2 7:2)
(디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 2 7:2)
- τοῦ δ’ Ὑπερειδείου ταῖσ τε οἰκονομίαισ ἀκριβεστέρου καὶ ταῖσ κατασκευαῖσ γενναιοτέρου πωσ ὄντοσ τῶν Λυσιακῶν ἐν πλείοσι μὲν ἢ τριάκοντα Δεινάρχου λόγοισ παραδείγματα εὑρεῖν ἔστιν, οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ ἐν τῷ περὶ τῆσ Ἀγάθωνοσ διαμαρτυρίασ. (Dionysius of Halicarnassus, De Dinarcho, chapter 5 1:2)
(디오니시오스, De Dinarcho, chapter 5 1:2)
- ἔργων γε μὴν μεγέθεσι καὶ ναῶν καὶ κατασκευαῖσ οἰκοδομημάτων, ἐξ ὧν ἐκόσμησεν ὁ Περικλῆσ τὰσ Ἀθήνασ, οὐκ ἄξιον ὁμοῦ πάντα τὰ πρὸ τῶν Καισάρων φιλοτιμήματα τῆσ Ῥώμησ παραβαλεῖν, ἀλλ’ ἔξοχόν τι πρὸσ ἐκεῖνα καὶ ἀσύγκριτον ἡ τούτων ἔσχε μεγαλουργία καὶ μεγαλοπρέπεια τὸ πρωτεῖον. (Plutarch, Comparison of Pericles and Fabius Maximus, chapter 3 5:1)
(플루타르코스, Comparison of Pericles and Fabius Maximus, chapter 3 5:1)
- ἐν ταῖσ τῶν σωμάτων κατασκευαῖσ. (Plutarch, De amore prolis, section 3 4:1)
(플루타르코스, De amore prolis, section 3 4:1)
- αὗται δ’ ἦσαν ἐν ταῖσ τῶν σωμάτων κατασκευαῖσ. (Plutarch, De amore prolis, section 3 1:1)
(플루타르코스, De amore prolis, section 3 1:1)
유의어
-
장비
-
사정
- σύνταγμα (형태, 모양, 형식)
- σχέσις (정부, 사정, 현상)
- ῥυθμός (정부, 사정, 현상)
- πρᾶξις (정부, 사정, 현상)
- πάθος (정부, 사정, 현상)
- κατάστημα (a condition or state)
- κατάστασις (정부, 사정, 현상)
- σχῆμα (본성, 헌법, 자연)
- πονηρία (저질, 나쁜 상태, 불량)
-
계략