κατασκευή
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
κατασκευή
형태분석:
κατασκευ
(어간)
+
η
(어미)
뜻
- 장비, 준비, 마련, 기기
- 부동산
- 사정, 특별, 모양, 국면
- 계략, 기구, 기기
- preparation, in preparing for, the equipment
- any kind of furniture that is fixed, buildings, fixtures, any furniture
- the state, condition, constitution
- a device, trick
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- πόλεων μὲν οὖν μεγέθη καὶ λαμπρότητασ καὶ πολυτελείασ κατασκευῶν θαυμάζουσι πολλοί, πατρίδασ δὲ στέργουσι πάντεσ· (Lucian, Patriae Encomium, (no name) 1:4)
(루키아노스, Patriae Encomium, (no name) 1:4)
- τὸ καθαρὸν τῶν ὀνομάτων, ἡ ἀκρίβεια τῆσ διαλέκτου, τὸ διὰ τῶν κυρίων καὶ μὴ τροπικῶν κατασκευῶν ἐκφέρειν τὰ νοήματα, ἡ σαφήνεια, ἡ συντομία, τὸ συστρέφειν τε καὶ στρογγυλίζειν τὰ νοήματα, τὸ ὑπὸ τὰσ αἰσθήσεισ ἄγειν τὰ δηλούμενα, τὸ μηδὲν ἄψυχον ὑποτίθεσθαι πρόσωπον μηδὲ ἀνηθοποίητον, ἡ τῆσ συνθέσεωσ τῶν ὀνομάτων ἡδονὴ μιμουμένησ τὸν ἰδιώτην, τὸ τοῖσ ὑποκειμένοισ προσώποισ καὶ πράγμασι τοὺσ πρέποντασ ἐφαρμόττειν λόγουσ, ἡ πιθανότησ καὶ τὸ πειστικὸν καὶ ἡ χάρισ καὶ ὁ πάντα μετρῶν καιρόσ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 13 1:1)
(디오니시오스, chapter 13 1:1)
- Αἠδὲσ μὴν καὶ μακρολογέειν περὶ τούτων‧ ὅμωσ δὲ ἐκ τουτέων ἂν τῶν κατασκευῶν κάλλιστ’ ἄν τισ κατασεισθείη. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 43.6)
(히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 43.6)
- περὶ κατασκευῶν τῶν πυραμίδων τῶν ἀναγραφομένων ἐν τοῖσ ἑπτὰ θαυμαζομένοισ ἔργοισ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 1, chapter pr9)
(디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 1, chapter pr9)
- διόπερ τῶν μὲν κατὰ τὰσ οἰκίασ κατασκευῶν ἧττον φροντίζουσι, περὶ δὲ τὰσ ταφὰσ ὑπερβολὴν οὐκ ἀπολείπουσι φιλοτιμίασ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 51 2:2)
(디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 51 2:2)
유의어
-
장비
-
사정
- σύνταγμα (형태, 모양, 형식)
- σχέσις (정부, 사정, 현상)
- ῥυθμός (정부, 사정, 현상)
- πρᾶξις (정부, 사정, 현상)
- πάθος (정부, 사정, 현상)
- κατάστημα (a condition or state)
- κατάστασις (정부, 사정, 현상)
- σχῆμα (본성, 헌법, 자연)
- πονηρία (저질, 나쁜 상태, 불량)
-
계략