헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κάραβος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κάραβος καράβου

형태분석: καραβ (어간) + ος (어미)

  1. 딱정벌레의 일종
  1. a kind of beetle, probably a longhorn beetle
  2. a kind of crustacean, probably a crayfish
  3. a small boat

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κάραβος

딱정벌레의 일종이

καράβω

딱정벌레의 일종들이

κάραβοι

딱정벌레의 일종들이

속격 καράβου

딱정벌레의 일종의

καράβοιν

딱정벌레의 일종들의

καράβων

딱정벌레의 일종들의

여격 καράβῳ

딱정벌레의 일종에게

καράβοιν

딱정벌레의 일종들에게

καράβοις

딱정벌레의 일종들에게

대격 κάραβον

딱정벌레의 일종을

καράβω

딱정벌레의 일종들을

καράβους

딱정벌레의 일종들을

호격 κάραβε

딱정벌레의 일종아

καράβω

딱정벌레의 일종들아

κάραβοι

딱정벌레의 일종들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ σμύρνησ ἐκ Συρίασ ὀδμαὶ λιβάνου τε πνοαί,2 τερενοχρῶτεσ μαζῶν ὄψεισ, ἄρτων, ἀμύλων, πουλυποδείων, χολίκων, δημοῦ, φυσκῶν, ζωμοῦ, τεύτλων, θρίων, λεκίθου, σκορόδων, ἀφύησ, σκόμβρων, ἐνθρυμματίδων, πτισάνησ, ἀθάρησ, κυάμων, λαθύρων, ὤχρων, δολίχων, μέλιτοσ, τυροῦ, χορίων, πυῶν,3 καρύων, χόνδρου, κάραβοι ὀπτοί, τευθίδεσ ὀπταί, κεστρεὺσ ἑφθόσ, σηπίαι ἑφθαί, μύραιν’ ἑφθή, κωβιοὶ ἑφθοί, θυννίδεσ ὀπταί, φυκίδεσ ἑφθαί, βάτραχοι, πέρκαι, συνόδοντεσ, ὄνοι, βατίδεσ, ψῆτται, γαλεόσ, κόκκυξ, θρίσσαι, νάρκαι, ῥίνησ τεμάχη, σχαδόνεσ, βότρυεσ, σῦκα, πλακοῦντεσ, μῆλα, κράνειαι, ῥόαι, ἑρ́πυλλοσ, μήκων, ἀχράδεσ, κνῆκοσ, ἐλᾶαι, στέμφυλ’, ἄμητεσ, πράσα, γήτειον, κρόμμυα, φυστή, βολβοί, καυλοί, σίλφιον, ὄξοσ, μάραθ’, ᾠά, φακῆ, τέττιγεσ, ὀποί· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 7 3:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 7 3:2)

  • ἀκροκώλι’, ἄρτοι, κάραβοι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 49 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 49 1:1)

  • "καρῖδεσ, καρκίνοι, κάραβοι, ἀστακοὶ εὔστομα καὶ διουρητικά" κολύβδαιναν δ’ εἴρηκεν Ἐπίχαρμοσ ἐν τοῖσ προεκκειμένοισ, ὡσ μὲν Νίκανδρόσ φησι, τὸ θαλάσσιον αἰδοῖον, ὡσ δ’ ὁ Ἡρακλείδησ ἐν Ὀψαρτυτικῷ, τὴν καρῖδα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 657)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 657)

  • "τῶν μαλακοστράκων ὀχεύονται, φησί, κάραβοι, ἀστακοί, καρῖδεσ καὶ τὰ τοιαῦτα, ὥσπερ καὶ τὰ ὀπισθουρητικὰ τῶν τετραπόδων, ὀχεύονται δὲ τοῦ ἐάροσ ἀρχομένου πρὸσ τῇ γῇ ἤδη γὰρ ὦπται ἡ ὀχεία πάντων τῶν τοιούτων, ἐνιαχοῦ δὲ ὅταν τὰ σῦκα ἄρχηται πεπαίνεσθαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 65 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 65 1:1)

  • "γίνονται δ’ οἱ μὲν κάραβοι ἐν τοῖσ τραχέσι καὶ πετρώδεσιν, οἱ δ’ ἀστακοὶ ἐν τοῖσ λείοισ, ἐν δὲ τοῖσ πηλώδεσιν οὐδέτεροι, διὸ καὶ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 65 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 65 1:2)

유의어

  1. 딱정벌레의 일종

  2. a small boat

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION