헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κάνθαρος

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κάνθαρος

  1. a Naxian boat
  2. a mark or knot like a beetle

예문

  • διότι λίθοσ ἐκ τοίχου βοήσεται, καὶ κάνθαροσ ἐκ ξύλου φθέγξεται αὐτά. (Septuagint, Prophetia Habacuc 2:11)

    (70인역 성경, 하바쿡서 2:11)

  • ὡσ ἐκείνῳ γε ὄνομα ἦν παρ’ ἐμοὶ Κάνθαροσ, καὶ ἐκόμα δὲ καὶ τό γένειον ἐτίλλετο καὶ τέχνην τὴν ἐμὴν ἠπίστατο ’ ἀπέκειρεν γὰρ ἐν τῷ γναφείῳ καθήμενοσ ὁπόσον περιττὸν τοῖσ ἱματίοισ τῶν κροκύδων ἐπανθεῖ. (Lucian, Fugitivi, (no name) 28:2)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 28:2)

  • ^ ὢ τῆσ τόλμησ, ὁ Κάνθαροσ φιλοσοφεῖ, φησίν, ἡμῶν δὲ οὐδεὶσ λόγοσ. (Lucian, Fugitivi, (no name) 28:4)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 28:4)

  • οὔτε γὰρ ἂν αὐτόσ ποτε βελτίων γένοιο πρὸσ τὴν ἐπιτίμησιν, οὐ μᾶλλον ἢ κάνθαροσ μεταπεισθείη ἂν μηκέτι τοιαῦτα κυλινδεῖν, ἅπαξ αὐτοῖσ συνήθησ γενόμενοσ, οὔτ’ εἶναι τινα νομίζω τὸν ἀγνοοῦντα ἔτι τὰ ὑπὸ σοῦ τολμώμενα καὶ ἃ γέρων ἄνθρωποσ ἐσ ἑαυτὸν παρανομεῖσ. (Lucian, Pseudologista, (no name) 3:2)

    (루키아노스, Pseudologista, (no name) 3:2)

  • ὁ κάνθαροσ δὲ πρὸσ τί; (Aristophanes, Peace, Prologue 1:34)

    (아리스토파네스, Peace, Prologue 1:34)

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION