헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κάλυμμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κάλυμμα κάλυμματος

형태분석: καλυμματ (어간)

어원: kalu/ptw

  1. 덮개, 잎집, 톱, 뚜껑
  2. 무덤, 묘지
  1. a head-covering, a hood or veil, a covering
  2. a grave

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κάλυμμα

덮개가

καλύμματε

덮개들이

καλύμματα

덮개들이

속격 καλύμματος

덮개의

καλυμμάτοιν

덮개들의

καλυμμάτων

덮개들의

여격 καλύμματι

덮개에게

καλυμμάτοιν

덮개들에게

καλύμμασιν*

덮개들에게

대격 κάλυμμα

덮개를

καλύμματε

덮개들을

καλύμματα

덮개들을

호격 κάλυμμα

덮개야

καλύμματε

덮개들아

καλύμματα

덮개들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐπιβαλοῦσιν ἐπ’ αὐτὴν ἱμάτιον κόκκινον καὶ καλύψουσιν αὐτὴν καλύμματι δερματίνῳ ὑακινθίνῳ καὶ διεμβαλοῦσι δι’ αὐτῆσ τοὺσ ἀναφορεῖσ. (Septuagint, Liber Numeri 4:8)

    (70인역 성경, 민수기 4:8)

  • καὶ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τὸ χρυσοῦν ἐπικαλύψουσιν ἱμάτιον ὑακίνθινον καὶ καλύψουσιν αὐτὸ καλύμματι δερματίνῳ ὑακινθίνῳ καὶ διεμβαλοῦσι τοὺσ ἀναφορεῖσ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Numeri 4:11)

    (70인역 성경, 민수기 4:11)

  • καὶ λήψονται πάντα τὰ σκεύη τὰ λειτουργικά, ὅσα λειτουργοῦσιν ἐν αὐτοῖσ ἐν τοῖσ ἁγίοισ, καὶ ἐμβαλοῦσιν εἰσ ἱμάτιον ὑακίνθινον καὶ καλύψουσιν αὐτὰ καλύμματι δερματίνῳ ὑακινθίνῳ καὶ ἐπιθήσουσιν ἐπὶ ἀναφορεῖσ. (Septuagint, Liber Numeri 4:12)

    (70인역 성경, 민수기 4:12)

  • ὅτι οὐ κατῴκησα ἐν οἴκῳ ἀπὸ τῆσ ἡμέρασ, ἧσ ἀνήγαγον τὸν Ἰσραήλ, ἕωσ τῆσ ἡμέρασ ταύτησ καὶ ἤμην ἐν σκηνῇ καὶ ἐν καλύμματι (Septuagint, Liber I Paralipomenon 17:5)

    (70인역 성경, 역대기 상권 17:5)

  • ἐπεβέβλητο δ’ αὐτῷ πορφυροῦν ἀμφίταπον ἀμοργίνῳ καλύμματι περιειλημμένον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 67 2:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 67 2:2)

유의어

  1. 덮개

  2. 무덤

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION