- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἵμερος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: himeros 고전 발음: [히메로] 신약 발음: [이매로]

기본형: ἵμερος

  1. 동경, 그리움, 가격, 가치
  2. 사랑, 애정, 욕망
  1. a longing or yearning after, a yearning, for, emotions
  2. desire, love

예문

  • παῖδε γάρ μοι ἐστὸν δύο καλώ, Ἵμερος καὶ Ἔρως, τούτω σοι παραδώσω ἡγεμόνε τῆς ὁδοῦ γενησομένω: (Lucian, Dearum judicium, (no name) 15:5)

    (루키아노스, Dearum judicium, (no name) 15:5)

  • καὶ ὁ μὲν Ἔρως ὅλος παρελθὼν εἰς αὐτὴν ἀναγκάσει τὴν γυναῖκα ἐρᾶν, ὁ δ Ἵμερος αὐτῷ σοι περιχυθεὶς τοῦθ ὅπερ ἐστίν, ἱμερτόν τε θήσει καὶ ἐράσμιον. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 15:6)

    (루키아노스, Dearum judicium, (no name) 15:6)

  • εἰ δέ σε ναυτιλίης δυσπεμφέλου ἵμερος αἱρεῖ, εὖτ ἂν Πληιάδες σθένος ὄβριμον Ωἀρίωνος φεύγουσαι πίπτωσιν ἐς ἠεροειδέα πόντον, δὴ τότε παντοίων ἀνέμων θυίουσιν ἀῆται: (Hesiod, Works and Days, Book WD 69:1)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 69:1)

  • πὰρ δ αὐτῇς Χάριτές τε καὶ Ἵμερος οἰκί ἔχουσιν ἐν θαλίῃς: (Hesiod, Theogony, Book Th. 9:2)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 9:2)

  • τῇ δ Ἔρος ὡμάρτησε καὶ Ἵμερος ἕσπετο καλὸς γεινομένῃ τὰ πρῶτα θεῶν τ ἐς φῦλον ἰούσῃ. (Hesiod, Theogony, Book Th. 22:14)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 22:14)

유의어

  1. 동경

  2. 사랑

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION