Ancient Greek-English Dictionary Language

γογγύλος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: γογγύλος γογγύλη γογγύλον

Structure: γογγυλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = stroggu/los

Sense

  1. round

Examples

  • "ὁ δὲ καρπὸσ τὰσ μὲν ἀρχὰσ ὅμοιόσ ἐστιν καὶ τῇ χρόᾳ καὶ τῷ μεγέθει ταῖσ λευκαῖσ μυρτίσι ταῖσ τετελειωμέναισ, αὐξανόμενοσ δὲ τῷ μὲν χρώματι γίνεται φοινικοῦσ, τῷ δὲ μεγέθει ταῖσ γογγύλαισ ἐλαίαισ παραπλήσιοσ, πυρῆνα δὲ ἔχει τελέωσ μικρόν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 6255)
  • αὐξανόμενοσ δὲ τῷ μὲν χρώματι γίνεται φοινικοῦσ, τῷ δὲ μεγέθει ταῖσ γογγύλαισ ἐλαίαισ παραπλήσιοσ, πυρῆνα δὲ ἔχει τελέωσ μικρόν. (Polybius, Histories, book 12, chapter 2 4:1)

Synonyms

  1. round

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION