헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γνάθος

2군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γνάθος γνάθου

형태분석: γναθ (어간) + ος (어미)

어원: akin to ge/nus

  1. 턱, 상악골, 턱뼈
  1. jaw, narrow strait

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 γνάθος

턱이

γνάθω

턱들이

γνάθοι

턱들이

속격 γνάθου

턱의

γνάθοιν

턱들의

γνάθων

턱들의

여격 γνάθῳ

턱에게

γνάθοιν

턱들에게

γνάθοις

턱들에게

대격 γνάθον

턱을

γνάθω

턱들을

γνάθους

턱들을

호격 γνάθε

턱아

γνάθω

턱들아

γνάθοι

턱들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ὦ ἄνδρεσ δικασταί, οὑτοσὶ ὁ τὰσ γνάθουσ λεῖοσ καὶ τὸ φώνημα γυναικεῖοσ καὶ τὰ ἄλλα εὐνούχῳ ἐοικὼσ εἰ ἀποδύσαιτο, πάνυ ἀνδρεῖοσ ὑμῖν φανεῖται· (Lucian, Eunuchus, (no name) 10:1)

    (루키아노스, Eunuchus, (no name) 10:1)

  • παῖδα γάρ σ’ εἰκὸσ καλεῖν, ἑώσ ἂν οὕτωσ τὰσ γνάθουσ ψιλὰσ ἔχῃσ. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Episode6)

    (아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Episode6)

  • αἰσχύνομαί σε τὰσ γνάθουσ ὑβρισμένη. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Episode 1:3)

    (아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Episode 1:3)

  • ἀλλὰ τὰσ γνάθουσ διοίγνυτε. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Episode 4:7)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Episode 4:7)

  • ἢν δέ ποτε καὶ ἀπέλθῃ ἐπὶ δεῖπνον λαβοῦσα μίσθωμα, οὔτε μεθύσκεται, ‐ καταγέλαστον γὰρ καὶ μισοῦσιν οἱ ἄνδρεσ τὰσ τοιαύτασ ‐ οὔτε ὑπερεμφορεῖται τοῦ ὄψου ἀπειροκάλωσ, ἀλλὰ προσάπτεται μὲν ἄκροισ τοῖσ δακτύλοισ, σιωπῇ δὲ τὰσ ἐνθέσεισ οὐκ ἐπ̓ ἀμφοτέρασ παραβύεται τὰσ γνάθουσ, πίνει δὲ ἠρέμα, οὐ χανδόν, ἀλλ̓ ἀναπαυομένη. (Lucian, Dialogi meretricii, 3:3)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 3:3)

유의어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION