Ancient Greek-English Dictionary Language

γνάμπτω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: γνάμπτω

Structure: γνάμπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to bend, to bend

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular γνάμπτω γνάμπτεις γνάμπτει
Dual γνάμπτετον γνάμπτετον
Plural γνάμπτομεν γνάμπτετε γνάμπτουσιν*
SubjunctiveSingular γνάμπτω γνάμπτῃς γνάμπτῃ
Dual γνάμπτητον γνάμπτητον
Plural γνάμπτωμεν γνάμπτητε γνάμπτωσιν*
OptativeSingular γνάμπτοιμι γνάμπτοις γνάμπτοι
Dual γνάμπτοιτον γναμπτοίτην
Plural γνάμπτοιμεν γνάμπτοιτε γνάμπτοιεν
ImperativeSingular γνάμπτε γναμπτέτω
Dual γνάμπτετον γναμπτέτων
Plural γνάμπτετε γναμπτόντων, γναμπτέτωσαν
Infinitive γνάμπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
γναμπτων γναμπτοντος γναμπτουσα γναμπτουσης γναμπτον γναμπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular γνάμπτομαι γνάμπτει, γνάμπτῃ γνάμπτεται
Dual γνάμπτεσθον γνάμπτεσθον
Plural γναμπτόμεθα γνάμπτεσθε γνάμπτονται
SubjunctiveSingular γνάμπτωμαι γνάμπτῃ γνάμπτηται
Dual γνάμπτησθον γνάμπτησθον
Plural γναμπτώμεθα γνάμπτησθε γνάμπτωνται
OptativeSingular γναμπτοίμην γνάμπτοιο γνάμπτοιτο
Dual γνάμπτοισθον γναμπτοίσθην
Plural γναμπτοίμεθα γνάμπτοισθε γνάμπτοιντο
ImperativeSingular γνάμπτου γναμπτέσθω
Dual γνάμπτεσθον γναμπτέσθων
Plural γνάμπτεσθε γναμπτέσθων, γναμπτέσθωσαν
Infinitive γνάμπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
γναμπτομενος γναμπτομενου γναμπτομενη γναμπτομενης γναμπτομενον γναμπτομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to bend

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION