Ancient Greek-English Dictionary Language

γελωτοποιός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: γελωτοποιός

Structure: γελωτοποι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ge/lws, poie/w

Sense

  1. exciting laughter, a jester, buffoon

Examples

  • καὶ ἐκπώματα ἦν χρυσᾶ καὶ διάκονοι ὡραῖοι καὶ μουσουργοὶ καὶ γελωτοποιοὶ μεταξύ, καὶ ὅλωσ ἡδίστη τισ ἦν ἡ διατριβή, πλὴν ἀλλ’ ἕν με ἐλύπει οὐ μετρίωσ, ὁ Θεσμόπολισ ἐνοχλῶν καὶ ἀρετήν τινα πρόσ με διεξιὼν καὶ διδάσκων ὡσ αἱ δύο ἀποφάσεισ μίαν κατάφασιν ἀποτελοῦσι καὶ ὡσ εἰ ἡμέρα ἐστί, νὺξ οὐκ ἔστιν, ἐνίοτε δὲ καὶ κέρατα ἔφασκεν εἶναί μοι· (Lucian, Gallus, (no name) 11:6)
  • εἰσῇσαν δὲ καὶ γελωτοποιοί. (Xenophon, Anabasis, , chapter 3 39:2)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION