Ancient Greek-English Dictionary Language

γαμήλιος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: γαμήλιος

Structure: γαμηλι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: game/w

Sense

  1. belonging to a wedding, bridal
  2. a wedding feast

Examples

  • ἡ δ’ ἀγχοῦ Τάρπεια παραὶ Καπιτώλιον αἶποσ ναίουσα Ῥώμησ ἔπλετο τειχολέτισ, Κελτῶν ἣ στέρξασα γαμήλια λέκτρα γενέσθαι σκηπτούχῳ, πατέρων οὐκ ἐφύλαξε δόμουσ. (Plutarch, chapter 17 5:6)
  • καὶ Ἀπόλλων ἀνθρώποισ χρησμῳδεῖ Διὸσ νημερτέα βουλὴν, καὶ Ἀσκληπιὸσ ἰᾶται, Ἀθηνᾶ τε Ἐργάνη Διὸσ γνώμῃ ταύτην εἴληχε τὴν τάξιν, καὶ Ἥρα γαμηλία, καὶ Ἄρτεμισ λοχία καὶ κυνηγέτισ εὐεργετοῦσιν ἀνθρώπουσ, τὴν τοῦ μεγάλου σώζουσαι πάντων εὐεργέτου γνώμην. (Aristides, Aelius, Orationes, 7:6)

Synonyms

  1. belonging to a wedding

  2. a wedding feast

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION