εὕρημα
3군 변화 명사; 중성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
εὕρημα
εὕρηματος
형태분석:
εὑρηματ
(어간)
뜻
- 발명, 창제, 발견
- 발명, 창제, 조작, 약
- 상, 상품, 포상, 이득, 이익, 횡재
- an invention, discovery
- an invention, for or against, a remedy
- that which is found unexpectedly, a piece of good luck, godsend, windfall, prize
- a foundling
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἔστιν εὐοδία ἐν κακοῖσ ἀνδρί, καὶ ἔστιν εὕρημα εἰσ ἐλάττωσιν. (Septuagint, Liber Sirach 20:8)
(70인역 성경, Liber Sirach 20:8)
- οὕτωσ εἶπε Κύριοσ. ὁ κατοικῶν ἐν τῇ πόλει ταύτῃ ἀποθανεῖται ἐν ρομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ, καὶ ὁ ἐκπορευόμενοσ πρὸσ τοὺσ Χαλδαίουσ ζήσεται, καὶ ἔσται ἡ ψυχὴ αὐτοῦ εἰσ εὕρημα, καὶ ζήσεται. (Septuagint, Liber Ieremiae 45:2)
(70인역 성경, 예레미야서 45:2)
- ὅτι σώζων σώσω σε, καὶ ἐν ρομφαίᾳ οὐ μὴ πέσῃσ. καὶ ἔσται ἡ ψυχή σου εἰσ εὕρημα, ὅτι ἐπεποίθεισ ἐπ’ ἐμοί, φησὶ Κύριοσ. (Septuagint, Liber Ieremiae 46:8)
(70인역 성경, 예레미야서 46:8)
- καὶ σὺ ζητήσεισ σεαυτῷ μεγάλα̣ μὴ ζητήσῃσ, ὅτι ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω κακὰ ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, λέγει Κύριοσ. καὶ δώσω τὴν ψυχήν σου εἰσ εὕρημα ἐν παντὶ τόπῳ, οὗ ἐὰν βαδίσῃσ ἐκεῖ. (Septuagint, Liber Ieremiae 51:35)
(70인역 성경, 예레미야서 51:35)
- ἀλλ’, ὦ λιποῦσαι Τμῶλον ἔρυμα Λυδίασ, θίασοσ ἐμόσ, γυναῖκεσ, ἃσ ἐκ βαρβάρων ἐκόμισα παρέδρουσ καὶ ξυνεμπόρουσ ἐμοί, αἴρεσθε τἀπιχώρι’ ἐν πόλει Φρυγῶν τύμπανα, Ῥέασ τε μητρὸσ ἐμά θ’ εὑρήματα, βασίλειά τ’ ἀμφὶ δώματ’ ἐλθοῦσαι τάδε κτυπεῖτε Πενθέωσ, ὡσ ὁρᾷ Κάδμου πόλισ. (Euripides, episode 6:1)
(에우리피데스, episode 6:1)
- Σύ μοι δοκεῖσ ἐπαινέσεσθαι καὶ τὸ εὑρ́ημα αὐτοῦ, τὴν ἄμπελον καὶ τὸν οἶνον, καὶ ταῦτα ὁρῶν οἱᾶ οἱ μεθυσθέντεσ ποιοῦσι σφαλλόμενοι καὶ πρὸσ ὕβριν τρεπόμενοι καὶ ὅλωσ μεμηνότεσ ὑπὸ τοῦ ποτοῦ· (Lucian, Dialogi deorum, 3:1)
(루키아노스, Dialogi deorum, 3:1)