Ancient Greek-English Dictionary Language

ἑταιρικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἑταιρικός ἑταιρική ἑταιρικόν

Structure: ἑταιρικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. of or befitting a companion, the ties of party
  2. of or like an e(tai/ra, meretricious

Examples

  • Ἑταιρικὴ μὲν ἡ παραίνεσισ, ἐμὲ δὲ οὐκ οἶδ̓ ὅπωσ ἡ μνήμη τῶν παρὰ τὸν βίον ἀνιᾷ, οἶμαι δὲ καὶ ὑμῶν ἕκαστον· (Lucian, Dialogi mortuorum, 7:1)
  • κατ’ ἀριθμὸν μὲν γὰρ ἡ <δημοκρατικὴ> κοινωνία καὶ ἡ ἑταιρικὴ φιλία, τῷ γὰρ αὐτῷ ὁρ́ῳ μετρεῖται· (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 7 166:1)
  • λέγονται δὲ φιλίαι συγγενικὴ ἑταιρικὴ κοινωνικὴ ἡ λεγομένη πολιτική. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 7 170:1)
  • ἣ δὲ τῶν ἀδελφῶν πρὸσ ἀλλήλουσ ἑταιρικὴ μάλιστα ἡ κατ’ ἰσότητα. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 7 178:1)
  • ὅταν δ’ ἐπιτρέπωσιν αὐτοῖσ, ἠθικὴ βούλεται εἶναι φιλία καὶ ἑταιρική. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 7 190:2)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION