ἔσθω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἔσθω
Structure:
έ̓σθ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: poet. form of e)sqi/w
Sense
- to eat, to eat up, consume
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καί που καὶ ἐσθὴσ καταρρήγνυται καὶ κόνισ ἐπὶ τῇ κεφαλῇ πάσσεται, καὶ οἱ ζῶντεσ οἰκτρότεροι τοῦ νεκροῦ· (Lucian, (no name) 12:2)
- ἐσθὴσ δὲ αὐτέοισι πᾶσι λευκή, καὶ πῖλον ἐπὶ τῇ κεφαλῇ ἔχουσιν. (Lucian, De Syria dea, (no name) 42:3)
- Τυχιάδη, ταῦτα, εἰ μὴ δύνασαι γινώσκειν ὅτι πλούσιοσ ἀνήρ, εἰ καὶ τὸ Γύγου χρυσίον ἔχοι, μόνοσ ἐσθίων πένησ ἐστὶν καὶ προϊὼν ἄνευ παρασίτου πτωχὸσ δοκεῖ, καὶ ὥσπερ στρατιώτησ χωρὶσ ὅπλων ἀτιμότεροσ καὶ ἐσθὴσ ἄνευ πορφύρασ καὶ ἵπποσ ἄνευ φαλάρων, οὕτω καὶ πλούσιοσ ἄνευ παρασίτου ταπεινόσ τισ καὶ εὐτελὴσ φαίνεται. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 58:4)
- ^ οἱο͂ν ἐκεῖνα πῶσ οἰεί κατὰ γῆσ δῦναι ηὐχόμην ἀκούων σου ἐπιδεικνυμένου, ὅτε χιτώνιον μὲν καὶ τὸ ἀνδρεῖον ᾤου λέγεσθαι, δουλάρια δὲ καὶ τοὺσ ἄρρενασ τῶν ἀκολούθων ἀπεκάλεισ, ἃ τίσ οὐκ οἶδεν ὅτι χιτώνιον μὲν γυναικὸσ ἐσθήσ, δουλάρια δὲ τὰ θήλεα καλοῦσιν ; (Lucian, Lexiphanes, (no name) 25:2)
- καὶ ἡ ἐσθὴσ δὲ ἔστω εὐανθὴσ ἢ ^ λευκή, ἔργον ^ τῆσ Ταραντίνησ ἐργασίασ· (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:18)