Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐρίγδουπος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἐρίγδουπος ἐρίγδουπον

Structure: ἐριγδουπ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = e)ri/doupos

Sense

  1. loud-thundering

Examples

  • "ἀλλ’ ὁπόταν Πρωτεὺσ Κυνικῶν ὄχ’ ἄριστοσ ἁπάντων Ζηνὸσ ἐριγδούπου τέμενοσ κάτα πῦρ ἀνακαύσασ ἐσ φλόγα πηδήσασ ἔλθῃ ἐσ μακρὸν Ὄλυμπον, δὴ τότε πάντασ ὁμῶσ, οἳ ἀρούρησ καρπὸν ἔδουσιν, νυκτιπόλον τιμᾶν κέλομαι ἡρ́ωα μέγιστον σύνθρονον Ἡφαίστῳ καὶ Ἡρακλῆϊ ἄνακτι. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:91)
  • οὐ γὰρ ἄτερ γε Ζηνὸσ ἐριγδούπου πρόμοσ ἵσταται ὧδε μενοινῶν. (Homer, Iliad, Book 15 30:7)

Synonyms

  1. loud-thundering

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION