Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐρίγδουπος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἐρίγδουπος ἐρίγδουπον

Structure: ἐριγδουπ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = e)ri/doupos

Sense

  1. loud-thundering

Examples

  • "Ναυσικάα θύγατερ μεγαλήτοροσ Ἀλκινόοιο, οὕτω νῦν Ζεὺσ θείη, ἐρίγδουποσ πόσισ Ἥρησ, οἴκαδέ τ’ ἐλθέμεναι καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι· (Homer, Odyssey, Book 8 63:2)
  • "Τηλέμαχ’, ἦ τοι νόστον, ὅπωσ φρεσὶ σῇσι μενοινᾷσ, ὥσ τοι Ζεὺσ τελέσειεν, ἐρίγδουποσ πόσισ Ἥρησ. (Homer, Odyssey, Book 15 12:12)
  • "οὕτω νῦν Ζεὺσ θείη, ἐρίγδουποσ πόσισ Ἥρησ· (Homer, Odyssey, Book 15 23:2)
  • ὁρ́κια δὲ Ζεὺσ ἴστω ἐρίγδουποσ πόσισ Ἥρησ. (Homer, Iliad, Book 7 38:6)
  • ἴστω νῦν Ζεὺσ αὐτὸσ ἐρίγδουποσ πόσισ Ἥρησ μὴ μὲν τοῖσ ἵπποισιν ἀνὴρ ἐποχήσεται ἄλλοσ Τρώων, ἀλλά σέ φημι διαμπερὲσ ἀγλαϊεῖσθαι. (Homer, Iliad, Book 10 37:2)

Synonyms

  1. loud-thundering

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION