헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπισκευάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπισκευάζω ἐπισκευάσω

형태분석: ἐπι (접두사) + σκευάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 가지다, 먹다, 소유하다, 쥐다, 갖다, 있으시다
  2. 꾸리다, 안으로 던지다, ~에 원인이 있다
  3. 회복시키다, 손질하다, 수리하다
  1. to get ready, to equip, fit out, to have, equipped
  2. to pack, upon
  3. to make afresh, to repair

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπισκευάζω

(나는) 가진다

ἐπισκευάζεις

(너는) 가진다

ἐπισκευάζει

(그는) 가진다

쌍수 ἐπισκευάζετον

(너희 둘은) 가진다

ἐπισκευάζετον

(그 둘은) 가진다

복수 ἐπισκευάζομεν

(우리는) 가진다

ἐπισκευάζετε

(너희는) 가진다

ἐπισκευάζουσιν*

(그들은) 가진다

접속법단수 ἐπισκευάζω

(나는) 가지자

ἐπισκευάζῃς

(너는) 가지자

ἐπισκευάζῃ

(그는) 가지자

쌍수 ἐπισκευάζητον

(너희 둘은) 가지자

ἐπισκευάζητον

(그 둘은) 가지자

복수 ἐπισκευάζωμεν

(우리는) 가지자

ἐπισκευάζητε

(너희는) 가지자

ἐπισκευάζωσιν*

(그들은) 가지자

기원법단수 ἐπισκευάζοιμι

(나는) 가지기를 (바라다)

ἐπισκευάζοις

(너는) 가지기를 (바라다)

ἐπισκευάζοι

(그는) 가지기를 (바라다)

쌍수 ἐπισκευάζοιτον

(너희 둘은) 가지기를 (바라다)

ἐπισκευαζοίτην

(그 둘은) 가지기를 (바라다)

복수 ἐπισκευάζοιμεν

(우리는) 가지기를 (바라다)

ἐπισκευάζοιτε

(너희는) 가지기를 (바라다)

ἐπισκευάζοιεν

(그들은) 가지기를 (바라다)

명령법단수 ἐπισκεύαζε

(너는) 가져라

ἐπισκευαζέτω

(그는) 가져라

쌍수 ἐπισκευάζετον

(너희 둘은) 가져라

ἐπισκευαζέτων

(그 둘은) 가져라

복수 ἐπισκευάζετε

(너희는) 가져라

ἐπισκευαζόντων, ἐπισκευαζέτωσαν

(그들은) 가져라

부정사 ἐπισκευάζειν

가지는 것

분사 남성여성중성
ἐπισκευαζων

ἐπισκευαζοντος

ἐπισκευαζουσα

ἐπισκευαζουσης

ἐπισκευαζον

ἐπισκευαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπισκευάζομαι

(나는) 가져진다

ἐπισκευάζει, ἐπισκευάζῃ

(너는) 가져진다

ἐπισκευάζεται

(그는) 가져진다

쌍수 ἐπισκευάζεσθον

(너희 둘은) 가져진다

ἐπισκευάζεσθον

(그 둘은) 가져진다

복수 ἐπισκευαζόμεθα

(우리는) 가져진다

ἐπισκευάζεσθε

(너희는) 가져진다

ἐπισκευάζονται

(그들은) 가져진다

접속법단수 ἐπισκευάζωμαι

(나는) 가져지자

ἐπισκευάζῃ

(너는) 가져지자

ἐπισκευάζηται

(그는) 가져지자

쌍수 ἐπισκευάζησθον

(너희 둘은) 가져지자

ἐπισκευάζησθον

(그 둘은) 가져지자

복수 ἐπισκευαζώμεθα

(우리는) 가져지자

ἐπισκευάζησθε

(너희는) 가져지자

ἐπισκευάζωνται

(그들은) 가져지자

기원법단수 ἐπισκευαζοίμην

(나는) 가져지기를 (바라다)

ἐπισκευάζοιο

(너는) 가져지기를 (바라다)

ἐπισκευάζοιτο

(그는) 가져지기를 (바라다)

쌍수 ἐπισκευάζοισθον

(너희 둘은) 가져지기를 (바라다)

ἐπισκευαζοίσθην

(그 둘은) 가져지기를 (바라다)

복수 ἐπισκευαζοίμεθα

(우리는) 가져지기를 (바라다)

ἐπισκευάζοισθε

(너희는) 가져지기를 (바라다)

ἐπισκευάζοιντο

(그들은) 가져지기를 (바라다)

명령법단수 ἐπισκευάζου

(너는) 가져져라

ἐπισκευαζέσθω

(그는) 가져져라

쌍수 ἐπισκευάζεσθον

(너희 둘은) 가져져라

ἐπισκευαζέσθων

(그 둘은) 가져져라

복수 ἐπισκευάζεσθε

(너희는) 가져져라

ἐπισκευαζέσθων, ἐπισκευαζέσθωσαν

(그들은) 가져져라

부정사 ἐπισκευάζεσθαι

가져지는 것

분사 남성여성중성
ἐπισκευαζομενος

ἐπισκευαζομενου

ἐπισκευαζομενη

ἐπισκευαζομενης

ἐπισκευαζομενον

ἐπισκευαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπισκευάσω

(나는) 가지겠다

ἐπισκευάσεις

(너는) 가지겠다

ἐπισκευάσει

(그는) 가지겠다

쌍수 ἐπισκευάσετον

(너희 둘은) 가지겠다

ἐπισκευάσετον

(그 둘은) 가지겠다

복수 ἐπισκευάσομεν

(우리는) 가지겠다

ἐπισκευάσετε

(너희는) 가지겠다

ἐπισκευάσουσιν*

(그들은) 가지겠다

기원법단수 ἐπισκευάσοιμι

(나는) 가지겠기를 (바라다)

ἐπισκευάσοις

(너는) 가지겠기를 (바라다)

ἐπισκευάσοι

(그는) 가지겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπισκευάσοιτον

(너희 둘은) 가지겠기를 (바라다)

ἐπισκευασοίτην

(그 둘은) 가지겠기를 (바라다)

복수 ἐπισκευάσοιμεν

(우리는) 가지겠기를 (바라다)

ἐπισκευάσοιτε

(너희는) 가지겠기를 (바라다)

ἐπισκευάσοιεν

(그들은) 가지겠기를 (바라다)

부정사 ἐπισκευάσειν

가질 것

분사 남성여성중성
ἐπισκευασων

ἐπισκευασοντος

ἐπισκευασουσα

ἐπισκευασουσης

ἐπισκευασον

ἐπισκευασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπισκευάσομαι

(나는) 가져지겠다

ἐπισκευάσει, ἐπισκευάσῃ

(너는) 가져지겠다

ἐπισκευάσεται

(그는) 가져지겠다

쌍수 ἐπισκευάσεσθον

(너희 둘은) 가져지겠다

ἐπισκευάσεσθον

(그 둘은) 가져지겠다

복수 ἐπισκευασόμεθα

(우리는) 가져지겠다

ἐπισκευάσεσθε

(너희는) 가져지겠다

ἐπισκευάσονται

(그들은) 가져지겠다

기원법단수 ἐπισκευασοίμην

(나는) 가져지겠기를 (바라다)

ἐπισκευάσοιο

(너는) 가져지겠기를 (바라다)

ἐπισκευάσοιτο

(그는) 가져지겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπισκευάσοισθον

(너희 둘은) 가져지겠기를 (바라다)

ἐπισκευασοίσθην

(그 둘은) 가져지겠기를 (바라다)

복수 ἐπισκευασοίμεθα

(우리는) 가져지겠기를 (바라다)

ἐπισκευάσοισθε

(너희는) 가져지겠기를 (바라다)

ἐπισκευάσοιντο

(그들은) 가져지겠기를 (바라다)

부정사 ἐπισκευάσεσθαι

가져질 것

분사 남성여성중성
ἐπισκευασομενος

ἐπισκευασομενου

ἐπισκευασομενη

ἐπισκευασομενης

ἐπισκευασομενον

ἐπισκευασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεσκεύαζον

(나는) 가지고 있었다

ἐπεσκεύαζες

(너는) 가지고 있었다

ἐπεσκεύαζεν*

(그는) 가지고 있었다

쌍수 ἐπεσκευάζετον

(너희 둘은) 가지고 있었다

ἐπεσκευαζέτην

(그 둘은) 가지고 있었다

복수 ἐπεσκευάζομεν

(우리는) 가지고 있었다

ἐπεσκευάζετε

(너희는) 가지고 있었다

ἐπεσκεύαζον

(그들은) 가지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεσκευαζόμην

(나는) 가져지고 있었다

ἐπεσκευάζου

(너는) 가져지고 있었다

ἐπεσκευάζετο

(그는) 가져지고 있었다

쌍수 ἐπεσκευάζεσθον

(너희 둘은) 가져지고 있었다

ἐπεσκευαζέσθην

(그 둘은) 가져지고 있었다

복수 ἐπεσκευαζόμεθα

(우리는) 가져지고 있었다

ἐπεσκευάζεσθε

(너희는) 가져지고 있었다

ἐπεσκευάζοντο

(그들은) 가져지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐνθαῦτα ἔμειναν ἡμέρασ τὰσ πάσασ μίαν καὶ εἴκοσι, καὶ τὰσ νέασ ἀνειρυσάμενοι, ὅσαι μὲν ἐπεπονήκεσαν ἐπεσκεύαζον, τὰσ δὲ ἄλλασ ἐθεράπευον. (Arrian, Indica, chapter 38 9:2)

    (아리아노스, Indica, chapter 38 9:2)

  • διόπερ οἱ μὲν ἐγίνοντο περὶ τοὺσ ὀξυβελεῖσ καὶ πετροβόλουσ, οἱ δὲ περὶ τὴν τῶν ἄλλων κατασκευήν, τινὲσ δὲ τὰ πεπονηκότα τῶν τειχῶν ἐπεσκεύαζον, πλεῖστοι δὲ λίθουσ πρὸσ τὰ τείχη φέροντεσ ἐσώρευον. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 84 5:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 84 5:1)

  • τάσ τε ναῦσ ἐπεσκεύαζον ἀθρόωσ καὶ τὰσ ἐν Σικελίᾳ μετεκάλουν καὶ τὴν παράλιον ἐφύλασσον καὶ οὐδὲν ὀξείασ οὐδὲ οἵδε παρασκευῆσ μετὰ δέουσ ἅμα καὶ σπουδῆσ ἐξέλιπον. (Appian, The Civil Wars, book 1, chapter 9 1:3)

    (아피아노스, The Civil Wars, book 1, chapter 9 1:3)

  • ἐν δὲ τοῖσ Ιἑροσολύμοισ Ἄνανόσ τε ὁ ἀρχιερεὺσ καὶ τῶν δυνατῶν ὅσοι μὴ τὰ Ῥωμαίων ἐφρόνουν τό τε τεῖχοσ ἐπεσκεύαζον καὶ πολλὰ τῶν πολεμιστηρίων ὀργάνων. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 812:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 812:1)

  • αἱ δὲ πόλεισ εἰσ πέδασ κατέστησαν τοὺσ διαιρεθέντασ αἰχμαλώτουσ, καὶ τὰ δημόσια τῶν ἔργων διὰ τούτων ἐπεσκεύαζον. (Diodorus Siculus, Library, book xi, chapter 25 3:1)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xi, chapter 25 3:1)

유의어

  1. 가지다

  2. 꾸리다

  3. 회복시키다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION