헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιπολάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιπολάζω ἐπιπολάσω

형태분석: ἐπιπολάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: e)pipolh/

  1. 뜨다, 내려오다, 떠 있다
  2. 쓸다
  3. 투입하다, 내밀다, 늘어뜨리다
  1. to come to the surface, float
  2. to be uppermost, to be prevalent
  3. to be forward;, to behave insolently to
  4. to be engaged upon

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιπολάζω

(나는) 뜬다

ἐπιπολάζεις

(너는) 뜬다

ἐπιπολάζει

(그는) 뜬다

쌍수 ἐπιπολάζετον

(너희 둘은) 뜬다

ἐπιπολάζετον

(그 둘은) 뜬다

복수 ἐπιπολάζομεν

(우리는) 뜬다

ἐπιπολάζετε

(너희는) 뜬다

ἐπιπολάζουσιν*

(그들은) 뜬다

접속법단수 ἐπιπολάζω

(나는) 뜨자

ἐπιπολάζῃς

(너는) 뜨자

ἐπιπολάζῃ

(그는) 뜨자

쌍수 ἐπιπολάζητον

(너희 둘은) 뜨자

ἐπιπολάζητον

(그 둘은) 뜨자

복수 ἐπιπολάζωμεν

(우리는) 뜨자

ἐπιπολάζητε

(너희는) 뜨자

ἐπιπολάζωσιν*

(그들은) 뜨자

기원법단수 ἐπιπολάζοιμι

(나는) 뜨기를 (바라다)

ἐπιπολάζοις

(너는) 뜨기를 (바라다)

ἐπιπολάζοι

(그는) 뜨기를 (바라다)

쌍수 ἐπιπολάζοιτον

(너희 둘은) 뜨기를 (바라다)

ἐπιπολαζοίτην

(그 둘은) 뜨기를 (바라다)

복수 ἐπιπολάζοιμεν

(우리는) 뜨기를 (바라다)

ἐπιπολάζοιτε

(너희는) 뜨기를 (바라다)

ἐπιπολάζοιεν

(그들은) 뜨기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιπόλαζε

(너는) 떠라

ἐπιπολαζέτω

(그는) 떠라

쌍수 ἐπιπολάζετον

(너희 둘은) 떠라

ἐπιπολαζέτων

(그 둘은) 떠라

복수 ἐπιπολάζετε

(너희는) 떠라

ἐπιπολαζόντων, ἐπιπολαζέτωσαν

(그들은) 떠라

부정사 ἐπιπολάζειν

뜨는 것

분사 남성여성중성
ἐπιπολαζων

ἐπιπολαζοντος

ἐπιπολαζουσα

ἐπιπολαζουσης

ἐπιπολαζον

ἐπιπολαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιπολάζομαι

(나는) 뜨여진다

ἐπιπολάζει, ἐπιπολάζῃ

(너는) 뜨여진다

ἐπιπολάζεται

(그는) 뜨여진다

쌍수 ἐπιπολάζεσθον

(너희 둘은) 뜨여진다

ἐπιπολάζεσθον

(그 둘은) 뜨여진다

복수 ἐπιπολαζόμεθα

(우리는) 뜨여진다

ἐπιπολάζεσθε

(너희는) 뜨여진다

ἐπιπολάζονται

(그들은) 뜨여진다

접속법단수 ἐπιπολάζωμαι

(나는) 뜨여지자

ἐπιπολάζῃ

(너는) 뜨여지자

ἐπιπολάζηται

(그는) 뜨여지자

쌍수 ἐπιπολάζησθον

(너희 둘은) 뜨여지자

ἐπιπολάζησθον

(그 둘은) 뜨여지자

복수 ἐπιπολαζώμεθα

(우리는) 뜨여지자

ἐπιπολάζησθε

(너희는) 뜨여지자

ἐπιπολάζωνται

(그들은) 뜨여지자

기원법단수 ἐπιπολαζοίμην

(나는) 뜨여지기를 (바라다)

ἐπιπολάζοιο

(너는) 뜨여지기를 (바라다)

ἐπιπολάζοιτο

(그는) 뜨여지기를 (바라다)

쌍수 ἐπιπολάζοισθον

(너희 둘은) 뜨여지기를 (바라다)

ἐπιπολαζοίσθην

(그 둘은) 뜨여지기를 (바라다)

복수 ἐπιπολαζοίμεθα

(우리는) 뜨여지기를 (바라다)

ἐπιπολάζοισθε

(너희는) 뜨여지기를 (바라다)

ἐπιπολάζοιντο

(그들은) 뜨여지기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιπολάζου

(너는) 뜨여져라

ἐπιπολαζέσθω

(그는) 뜨여져라

쌍수 ἐπιπολάζεσθον

(너희 둘은) 뜨여져라

ἐπιπολαζέσθων

(그 둘은) 뜨여져라

복수 ἐπιπολάζεσθε

(너희는) 뜨여져라

ἐπιπολαζέσθων, ἐπιπολαζέσθωσαν

(그들은) 뜨여져라

부정사 ἐπιπολάζεσθαι

뜨여지는 것

분사 남성여성중성
ἐπιπολαζομενος

ἐπιπολαζομενου

ἐπιπολαζομενη

ἐπιπολαζομενης

ἐπιπολαζομενον

ἐπιπολαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιπολάσω

(나는) 뜨겠다

ἐπιπολάσεις

(너는) 뜨겠다

ἐπιπολάσει

(그는) 뜨겠다

쌍수 ἐπιπολάσετον

(너희 둘은) 뜨겠다

ἐπιπολάσετον

(그 둘은) 뜨겠다

복수 ἐπιπολάσομεν

(우리는) 뜨겠다

ἐπιπολάσετε

(너희는) 뜨겠다

ἐπιπολάσουσιν*

(그들은) 뜨겠다

기원법단수 ἐπιπολάσοιμι

(나는) 뜨겠기를 (바라다)

ἐπιπολάσοις

(너는) 뜨겠기를 (바라다)

ἐπιπολάσοι

(그는) 뜨겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπιπολάσοιτον

(너희 둘은) 뜨겠기를 (바라다)

ἐπιπολασοίτην

(그 둘은) 뜨겠기를 (바라다)

복수 ἐπιπολάσοιμεν

(우리는) 뜨겠기를 (바라다)

ἐπιπολάσοιτε

(너희는) 뜨겠기를 (바라다)

ἐπιπολάσοιεν

(그들은) 뜨겠기를 (바라다)

부정사 ἐπιπολάσειν

뜰 것

분사 남성여성중성
ἐπιπολασων

ἐπιπολασοντος

ἐπιπολασουσα

ἐπιπολασουσης

ἐπιπολασον

ἐπιπολασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιπολάσομαι

(나는) 뜨여지겠다

ἐπιπολάσει, ἐπιπολάσῃ

(너는) 뜨여지겠다

ἐπιπολάσεται

(그는) 뜨여지겠다

쌍수 ἐπιπολάσεσθον

(너희 둘은) 뜨여지겠다

ἐπιπολάσεσθον

(그 둘은) 뜨여지겠다

복수 ἐπιπολασόμεθα

(우리는) 뜨여지겠다

ἐπιπολάσεσθε

(너희는) 뜨여지겠다

ἐπιπολάσονται

(그들은) 뜨여지겠다

기원법단수 ἐπιπολασοίμην

(나는) 뜨여지겠기를 (바라다)

ἐπιπολάσοιο

(너는) 뜨여지겠기를 (바라다)

ἐπιπολάσοιτο

(그는) 뜨여지겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπιπολάσοισθον

(너희 둘은) 뜨여지겠기를 (바라다)

ἐπιπολασοίσθην

(그 둘은) 뜨여지겠기를 (바라다)

복수 ἐπιπολασοίμεθα

(우리는) 뜨여지겠기를 (바라다)

ἐπιπολάσοισθε

(너희는) 뜨여지겠기를 (바라다)

ἐπιπολάσοιντο

(그들은) 뜨여지겠기를 (바라다)

부정사 ἐπιπολάσεσθαι

뜨여질 것

분사 남성여성중성
ἐπιπολασομενος

ἐπιπολασομενου

ἐπιπολασομενη

ἐπιπολασομενης

ἐπιπολασομενον

ἐπιπολασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠπιπόλαζον

(나는) 뜨고 있었다

ἠπιπόλαζες

(너는) 뜨고 있었다

ἠπιπόλαζεν*

(그는) 뜨고 있었다

쌍수 ἠπιπολάζετον

(너희 둘은) 뜨고 있었다

ἠπιπολαζέτην

(그 둘은) 뜨고 있었다

복수 ἠπιπολάζομεν

(우리는) 뜨고 있었다

ἠπιπολάζετε

(너희는) 뜨고 있었다

ἠπιπόλαζον

(그들은) 뜨고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠπιπολαζόμην

(나는) 뜨여지고 있었다

ἠπιπολάζου

(너는) 뜨여지고 있었다

ἠπιπολάζετο

(그는) 뜨여지고 있었다

쌍수 ἠπιπολάζεσθον

(너희 둘은) 뜨여지고 있었다

ἠπιπολαζέσθην

(그 둘은) 뜨여지고 있었다

복수 ἠπιπολαζόμεθα

(우리는) 뜨여지고 있었다

ἠπιπολάζεσθε

(너희는) 뜨여지고 있었다

ἠπιπολάζοντο

(그들은) 뜨여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 뜨다

  2. to be engaged upon

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION