헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπικουρέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπικουρέω

형태분석: ἐπικουρέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: e)pi/kouros

  1. 지원하다, 붙잡다, 도와주다, 안에 넣다, 나타나다, 맞서서 빛나다, 반대하다
  2. 지키다, 막다, 두다
  1. to act as an ally
  2. to aid or help at need, to aid, against, does, good service, to make provision
  3. to keep, off from one

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικούρω

ἐπικούρεις

ἐπικούρει

쌍수 ἐπικούρειτον

ἐπικούρειτον

복수 ἐπικούρουμεν

ἐπικούρειτε

ἐπικούρουσιν*

접속법단수 ἐπικούρω

ἐπικούρῃς

ἐπικούρῃ

쌍수 ἐπικούρητον

ἐπικούρητον

복수 ἐπικούρωμεν

ἐπικούρητε

ἐπικούρωσιν*

기원법단수 ἐπικούροιμι

ἐπικούροις

ἐπικούροι

쌍수 ἐπικούροιτον

ἐπικουροίτην

복수 ἐπικούροιμεν

ἐπικούροιτε

ἐπικούροιεν

명령법단수 ἐπικοῦρει

ἐπικουρεῖτω

쌍수 ἐπικούρειτον

ἐπικουρεῖτων

복수 ἐπικούρειτε

ἐπικουροῦντων, ἐπικουρεῖτωσαν

부정사 ἐπικούρειν

분사 남성여성중성
ἐπικουρων

ἐπικουρουντος

ἐπικουρουσα

ἐπικουρουσης

ἐπικουρουν

ἐπικουρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικούρουμαι

ἐπικούρει, ἐπικούρῃ

ἐπικούρειται

쌍수 ἐπικούρεισθον

ἐπικούρεισθον

복수 ἐπικουροῦμεθα

ἐπικούρεισθε

ἐπικούρουνται

접속법단수 ἐπικούρωμαι

ἐπικούρῃ

ἐπικούρηται

쌍수 ἐπικούρησθον

ἐπικούρησθον

복수 ἐπικουρώμεθα

ἐπικούρησθε

ἐπικούρωνται

기원법단수 ἐπικουροίμην

ἐπικούροιο

ἐπικούροιτο

쌍수 ἐπικούροισθον

ἐπικουροίσθην

복수 ἐπικουροίμεθα

ἐπικούροισθε

ἐπικούροιντο

명령법단수 ἐπικούρου

ἐπικουρεῖσθω

쌍수 ἐπικούρεισθον

ἐπικουρεῖσθων

복수 ἐπικούρεισθε

ἐπικουρεῖσθων, ἐπικουρεῖσθωσαν

부정사 ἐπικούρεισθαι

분사 남성여성중성
ἐπικουρουμενος

ἐπικουρουμενου

ἐπικουρουμενη

ἐπικουρουμενης

ἐπικουρουμενον

ἐπικουρουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πλὴν ἀλλὰ ὑμεῖσ γε τοῦ ὁρ́κου μνημονεύσαντεσ ψηφίσασθε ἤδη τὰ εὐόρκα μὴ πιστεύσαντεσ Ἐπικούρῳ λέγοντι μηδὲν ἐπισκοπεῖν τῶν παρ’ ἡμῖν γιγνομένων τοὺσ θεούσ. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 20:15)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 20:15)

  • τίνι γὰρ ἂν ἄλλῳ δικαιότερον προσεπολέμει γόησ ἄνθρωποσ καὶ τερατείᾳ φίλοσ, ἀληθείᾳ δὲ ἔχθιστοσ, ἢ Ἐπικούρῳ ἀνδρὶ τὴν φύσιν τῶν πραγμάτων καθεωρακότι καὶ μόνῳ τὴν ἐν αὐτοῖσ ἀλήθειαν εἰδότι; (Lucian, Alexander, (no name) 25:8)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 25:8)

  • ταῦτα, ὦ φιλότησ, ὀλίγα ἐκ πολλῶν δείγματοσ ἕνεκα γράψαι ἠξίωσα, καὶ σοὶ μὲν χαριζόμενοσ, ἀνδρὶ ἑταίρῳ καὶ φίλῳ καὶ ὃν ἐγὼ πάντων μάλιστα θαυμάσασ ἔχω ἐπί τε σοφίᾳ καὶ τῷ πρὸσ ἀλήθειαν ἔρωτι καὶ τρόπου πραότητι καὶ ἐπιεικείᾳ καὶ γαλήνῃ βίου καὶ δεξιότητι πρὸσ τοὺσ συνόντασ, τὸ πλέον δέ, ‐ ὅπερ καὶ σοὶ ἥδιον, ‐ Ἐπικούρῳ τιμωρῶν, ἀνδρὶ ὡσ ἀληθῶσ ἱερῷ καὶ θεσπεσίῳ τὴν φύσιν καὶ μόνῳ μετ’ ἀληθείασ τὰ καλὰ ἐγνωκότι καὶ παραδεδωκότι καὶ ἐλευθερωτῇ τῶν ὁμιλησάντων αὐτῷ γενομένῳ. (Lucian, Alexander, (no name) 61:1)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 61:1)

  • καὶ ὅτι κλοπὴ τὸ πρᾶγμά ἐστιν καὶ οὐδὲν Ἐπικούρῳ μέλει τὸ ἡδύ, ἀλλὰ τῷ παρασίτῳ, οὕτω μάθοισ ἄν. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 11:2)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 11:2)

  • καὶ μὴν οὐχὶ κατὰ ταῦτα μόνον οὐδὲν προσήκει τὸ ἡδὺ τῷ Ἐπικούρῳ, ἀλλὰ καὶ κατ’ ἐκεῖνα· (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 12:1)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 12:1)

유의어

  1. to act as an ally

  2. 지키다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION