- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φυλαρχέω?

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: phylarcheō 고전 발음: [퓔라케오:] 신약 발음: [퓔라캐오]

기본형: φυλαρχέω φυλαρχήσω

형태분석: φυλαρχέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from φύλαρχος

  1. to be or act as

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 φυλάρχω

φυλάρχεις

φυλάρχει

쌍수 φυλάρχειτον

φυλάρχειτον

복수 φυλάρχουμεν

φυλάρχειτε

φυλάρχουσι(ν)

접속법단수 φυλάρχω

φυλάρχῃς

φυλάρχῃ

쌍수 φυλάρχητον

φυλάρχητον

복수 φυλάρχωμεν

φυλάρχητε

φυλάρχωσι(ν)

기원법단수 φυλάρχοιμι

φυλάρχοις

φυλάρχοι

쌍수 φυλάρχοιτον

φυλαρχοίτην

복수 φυλάρχοιμεν

φυλάρχοιτε

φυλάρχοιεν

명령법단수 φυλᾶρχει

φυλαρχεῖτω

쌍수 φυλάρχειτον

φυλαρχεῖτων

복수 φυλάρχειτε

φυλαρχοῦντων, φυλαρχεῖτωσαν

부정사 φυλάρχειν

분사 남성여성중성
φυλαρχων

φυλαρχουντος

φυλαρχουσα

φυλαρχουσης

φυλαρχουν

φυλαρχουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 φυλάρχουμαι

φυλάρχει, φυλάρχῃ

φυλάρχειται

쌍수 φυλάρχεισθον

φυλάρχεισθον

복수 φυλαρχοῦμεθα

φυλάρχεισθε

φυλάρχουνται

접속법단수 φυλάρχωμαι

φυλάρχῃ

φυλάρχηται

쌍수 φυλάρχησθον

φυλάρχησθον

복수 φυλαρχώμεθα

φυλάρχησθε

φυλάρχωνται

기원법단수 φυλαρχοίμην

φυλάρχοιο

φυλάρχοιτο

쌍수 φυλάρχοισθον

φυλαρχοίσθην

복수 φυλαρχοίμεθα

φυλάρχοισθε

φυλάρχοιντο

명령법단수 φυλάρχου

φυλαρχεῖσθω

쌍수 φυλάρχεισθον

φυλαρχεῖσθων

복수 φυλάρχεισθε

φυλαρχεῖσθων, φυλαρχεῖσθωσαν

부정사 φυλάρχεισθαι

분사 남성여성중성
φυλαρχουμενος

φυλαρχουμενου

φυλαρχουμενη

φυλαρχουμενης

φυλαρχουμενον

φυλαρχουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be or act as

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION