- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπίκλοπος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: epiklopos 고전 발음: [에삐로뽀] 신약 발음: [애삐로뽀]

기본형: ἐπίκλοπος ἐπίκλοπον

형태분석: ἐπικλοπ (어간) + ος (어미)

어원: κλέπτω

  1. 엉큼한, 교활한, 약삭빠른
  1. thievish, wily
  2. cunning in

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐπίκλοπος

엉큼한 (이)가

ἐπίκλοπον

엉큼한 (것)가

속격 ἐπικλόπου

엉큼한 (이)의

ἐπικλόπου

엉큼한 (것)의

여격 ἐπικλόπῳ

엉큼한 (이)에게

ἐπικλόπῳ

엉큼한 (것)에게

대격 ἐπίκλοπον

엉큼한 (이)를

ἐπίκλοπον

엉큼한 (것)를

호격 ἐπίκλοπε

엉큼한 (이)야

ἐπίκλοπον

엉큼한 (것)야

쌍수주/대/호 ἐπικλόπω

엉큼한 (이)들이

ἐπικλόπω

엉큼한 (것)들이

속/여 ἐπικλόποιν

엉큼한 (이)들의

ἐπικλόποιν

엉큼한 (것)들의

복수주격 ἐπίκλοποι

엉큼한 (이)들이

ἐπίκλοπα

엉큼한 (것)들이

속격 ἐπικλόπων

엉큼한 (이)들의

ἐπικλόπων

엉큼한 (것)들의

여격 ἐπικλόποις

엉큼한 (이)들에게

ἐπικλόποις

엉큼한 (것)들에게

대격 ἐπικλόπους

엉큼한 (이)들을

ἐπίκλοπα

엉큼한 (것)들을

호격 ἐπίκλοποι

엉큼한 (이)들아

ἐπίκλοπα

엉큼한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν δὲ θέμεν κύνεόν τε νόον καὶ ἐπίκλοπον ἦθος Ἑρμείην ἤνωγε, διάκτορον Ἀργεϊφόντην. (Hesiod, Works and Days, Book WD 10:6)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 10:6)

  • ἐν δ ἄρα οἱ στήθεσσι διάκτορος Ἀργεϊφόντης ψεύδεά θ αἱμυλίους τε λόγους καὶ ἐπίκλοπον ἦθος τεῦξε Διὸς βουλῇσι βαρυκτύπου: (Hesiod, Works and Days, Book WD 11:8)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 11:8)

  • ὅπως εὐχώμεθα τοῖς θεοῖς ἀεὶ μοχθηρίαν εἶναι ψεύδεά θ αἱμυλίους τε λόγους καὶ ἐπίκλοπον ἦθος, εἰ, τούτων ἀναιρεθέντων, οἴχεται φροῦδος ἡ ἀρετὴ καὶ συναπόλωλεν. (Plutarch, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 13 10:1)

    (플루타르코스, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 13 10:1)

  • πολλοί τοι κίβδηλον ἐπίκλοπον ἦθος ἔχοντες κρύπτους, ἐνθέμενοι ῥυθμὸν ἐφημέριον: (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 1386-1389541)

    (작자 미상, 비가, , 1386-1389541)

  • "ὦ Ὀδυσεῦ, τὸ μὲν οὔ τί ς ἐίσκομεν εἰσορόωντες, ἠπεροπῆά τ ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον, οἱά῀ τε πολλοὺς βόσκει γαῖα μέλαινα πολυσπερέας ἀνθρώπους, ψεύδεά τ ἀρτύνοντας ὅθεν κέ τις οὐδὲ ἴδοιτο: (Homer, Odyssey, Book 11 47:2)

    (호메로스, 오디세이아, Book 11 47:2)

유의어

  1. 엉큼한

  2. cunning in

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION