Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπιείκελος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐπιείκελος ἐπιείκελον

Structure: ἐπιεικελ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = ei)/kelos,

Sense

  1. like, resembling

Examples

  • τῇσιν δ’ ἀμφοτέρῃσι πατὴρ ἐμὸσ ἐμβασίλευε, Κτήσιοσ Ὀρμενίδησ, ἐπιείκελοσ ἀθανάτοισιν. (Homer, Odyssey, Book 15 50:5)
  • ἔνθα δὲ τόξον κεῖτο παλίντονον ἠδὲ φαρέτρη ἰοδόκοσ, πολλοὶ δ’ ἔνεσαν στονόεντεσ ὀϊστοί, δῶρα τά οἱ ξεῖνοσ Λακεδαίμονι δῶκε τυχήσασ Ἴφιτοσ Εὐρυτίδησ, ἐπιείκελοσ ἀθανάτοισι. (Homer, Odyssey, Book 21 1:6)
  • δύω δ’ ἡγήτορεσ ἦσαν, Μαίων Αἱμονίδησ ἐπιείκελοσ ἀθανάτοισιν, υἱόσ τ’ Αὐτοφόνοιο μενεπτόλεμοσ Πολυφόντησ. (Homer, Iliad, Book 4 39:18)

Synonyms

  1. like

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION