- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμφερής?

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration: empherēs

Principal Part: ἐμφερής ἐμφερές

Structure: ἐμφερη (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. answering to, resembling

Examples

  • "εἶχεν δὲ καὶ δᾷδα ἐν τῇ ἀριστερᾷ καὶ ξίφος ἐν τῇ δεξιᾷ ὅσον εἰκοσάπηχυ, καὶ τὰ μὲν ἔνερθεν ὀφιόπους ἦν, τὰ δὲ ἄνω Γοργόνι ἐμφερής, τὸ βλέμμα φημὶ καὶ τὸ φρικῶδες τῆς προσόψεως, καὶ ἀντὶ τῆς κόμης τοὺς δράκοντας βοστρυχηδὸν καθεῖτο εἰλουμένους περὶ τὸν αὐχένα καὶ ἐπὶ τῶν ὤμων ἐνίους ἐσπειραμένους. (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 20:4)
  • ἢν ἐπιμελὴς ὦ καὶ προθύμως μανθάνω, τῷ τῶν μαθητῶν ἐμφερὴς γενήσομαι· (Aristophanes, Clouds, Episode27)
  • πολλαχοῦ σκοποῦντες ἡμᾶς εἰς ἅπανθ εὑρήσετε τοὺς τρόπους καὶ τὴν δίαιταν σφηξὶν ἐμφερεστάτους. (Aristophanes, Wasps, Parabasis, antepirrheme1)
  • "χρήσιμος καὶ ὁ Πριούερνος λεπτομερέστερος ὢν τοῦ Ῥηγίνου ἥκιστά τε καθαπτόμενος κεφαλῆς, τούτῳ ἐμφερὴς ὁ Φορμιανός, ταχὺ δὲ ἀκμάζει καὶ λιπαρώτερός ἐστιν αὐτοῦ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 4811)
  • "ὁ δὲ Στατανὸς τῶν πρώτων ἐστὶν οἴνων, ἐμφερὴς τῷ Φαλερίνῳ, κουφότερος, οὐ πληκτικός, ὁ Τιβουρτῖνος λεπτός, εὐδιάπνευστος, ἀκμάζων ἀπὸ ἐτῶν δέκα: (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 4813)
  • "Αἰκουανὸς κατὰ πολλὰ τῷ Συρεντίνῳ παρεμφερής, ὁ Βαρῖνος λίαν αὐστηρὸς καὶ ἀεὶ ἑαυτοῦ κρείττων γίνεται, εὐγενὴς καὶ ὁ Καυκῖνος καὶ τῷ Φαλερίνῳ ἐμφερής. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 4832)

Synonyms

  1. answering to

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION