헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐντρέχω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐντρέχω ἐνδραμοῦμαι

형태분석: ἐν (접두사) + τρέχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 들어가다, 입장하다, 부재인 사람을 임명하다
  1. to run in, moved freely in
  2. to slip in, enter

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐντρέχω

ἐντρέχεις

ἐντρέχει

쌍수 ἐντρέχετον

ἐντρέχετον

복수 ἐντρέχομεν

ἐντρέχετε

ἐντρέχουσιν*

접속법단수 ἐντρέχω

ἐντρέχῃς

ἐντρέχῃ

쌍수 ἐντρέχητον

ἐντρέχητον

복수 ἐντρέχωμεν

ἐντρέχητε

ἐντρέχωσιν*

기원법단수 ἐντρέχοιμι

ἐντρέχοις

ἐντρέχοι

쌍수 ἐντρέχοιτον

ἐντρεχοίτην

복수 ἐντρέχοιμεν

ἐντρέχοιτε

ἐντρέχοιεν

명령법단수 ἐντρέχε

ἐντρεχέτω

쌍수 ἐντρέχετον

ἐντρεχέτων

복수 ἐντρέχετε

ἐντρεχόντων, ἐντρεχέτωσαν

부정사 ἐντρέχειν

분사 남성여성중성
ἐντρεχων

ἐντρεχοντος

ἐντρεχουσα

ἐντρεχουσης

ἐντρεχον

ἐντρεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐντρέχομαι

ἐντρέχει, ἐντρέχῃ

ἐντρέχεται

쌍수 ἐντρέχεσθον

ἐντρέχεσθον

복수 ἐντρεχόμεθα

ἐντρέχεσθε

ἐντρέχονται

접속법단수 ἐντρέχωμαι

ἐντρέχῃ

ἐντρέχηται

쌍수 ἐντρέχησθον

ἐντρέχησθον

복수 ἐντρεχώμεθα

ἐντρέχησθε

ἐντρέχωνται

기원법단수 ἐντρεχοίμην

ἐντρέχοιο

ἐντρέχοιτο

쌍수 ἐντρέχοισθον

ἐντρεχοίσθην

복수 ἐντρεχοίμεθα

ἐντρέχοισθε

ἐντρέχοιντο

명령법단수 ἐντρέχου

ἐντρεχέσθω

쌍수 ἐντρέχεσθον

ἐντρεχέσθων

복수 ἐντρέχεσθε

ἐντρεχέσθων, ἐντρεχέσθωσαν

부정사 ἐντρέχεσθαι

분사 남성여성중성
ἐντρεχομενος

ἐντρεχομενου

ἐντρεχομενη

ἐντρεχομενης

ἐντρεχομενον

ἐντρεχομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἄκουσόν μου, τέκνον, καὶ μὴ ἐξουδενώσῃσ με, καὶ ἐπ̓ ἐσχάτων εὑρήσεισ τοὺσ λόγουσ μου. ἐν πᾶσι τοῖσ ἔργοισ σου γίνου ἐντρεχήσ, καὶ πᾶν ἀρρώστημα οὐ μή σοι ἀπαντήσῃ. (Septuagint, Liber Sirach 31:22)

    (70인역 성경, Liber Sirach 31:22)

유의어

  1. to run in

  2. 들어가다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION