Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐνσείω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐνσείω ἐνσείσω

Structure: ἐν (Prefix) + σεί (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to shake in or at, to drive
  2. to drive into

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular έ̓σειω έ̓σειεις έ̓σειει
Dual έ̓σειετον έ̓σειετον
Plural έ̓σειομεν έ̓σειετε έ̓σειουσιν*
SubjunctiveSingular έ̓σειω έ̓σειῃς έ̓σειῃ
Dual έ̓σειητον έ̓σειητον
Plural έ̓σειωμεν έ̓σειητε έ̓σειωσιν*
OptativeSingular έ̓σειοιμι έ̓σειοις έ̓σειοι
Dual έ̓σειοιτον ἐσεῖοιτην
Plural έ̓σειοιμεν έ̓σειοιτε έ̓σειοιεν
ImperativeSingular έ̓σειε ἐσεῖετω
Dual έ̓σειετον ἐσεῖετων
Plural έ̓σειετε ἐσεῖοντων, ἐσεῖετωσαν
Infinitive έ̓σειειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐσειων ἐσειοντος ἐσειουσα ἐσειουσης ἐσειον ἐσειοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular έ̓σειομαι έ̓σειει, έ̓σειῃ έ̓σειεται
Dual έ̓σειεσθον έ̓σειεσθον
Plural ἐσεῖομεθα έ̓σειεσθε έ̓σειονται
SubjunctiveSingular έ̓σειωμαι έ̓σειῃ έ̓σειηται
Dual έ̓σειησθον έ̓σειησθον
Plural ἐσεῖωμεθα έ̓σειησθε έ̓σειωνται
OptativeSingular ἐσεῖοιμην έ̓σειοιο έ̓σειοιτο
Dual έ̓σειοισθον ἐσεῖοισθην
Plural ἐσεῖοιμεθα έ̓σειοισθε έ̓σειοιντο
ImperativeSingular έ̓σειου ἐσεῖεσθω
Dual έ̓σειεσθον ἐσεῖεσθων
Plural έ̓σειεσθε ἐσεῖεσθων, ἐσεῖεσθωσαν
Infinitive έ̓σειεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐσειομενος ἐσειομενου ἐσειομενη ἐσειομενης ἐσειομενον ἐσειομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to shake in or at

  2. to drive into

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION