ἐνεργέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἐνεργέω
Structure:
ἐνεργέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to be in action or activity, to operate
- (transitive) to effect, execute
- (euphemistically) to have sex
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τοῦτό ἐστι τὸ περὶ τῶν Λευιτῶν. ἀπὸ πέντε καὶ εἰκοσαετοῦσ καὶ ἐπάνω εἰσελεύσονται ἐνεργεῖν ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ μαρτυρίου. (Septuagint, Liber Numeri 8:24)
- ὁ δὲ δῆμοσ ἀκούσασ τῆσ ἐπιστολῆσ καὶ Δημοσθένουσ παρακαλεσαντοσ αὐτὸν πρὸσ τὸν πόλεμον καὶ τὰ ψηφίσματα γράψαντοσ ἐχειροτόνησε τὴν μὲν στήλην καθελεῖν τὴν περὶ τῆσ πρὸσ Φίλιππον εἰρήνησ καὶ συμμαχίασ σταθεῖσαν, ναῦσ δὲ πληροῦν καὶ τὰ ἄλλα ἐνεργεῖν τὰ τοῦ πολέμου. (Dionysius of Halicarnassus, Ad Ammaeum, chapter 11 2:4)
- εἶτα ἐμὲ μὲν κηρύττεσθαι δεήσει καθάπερ ἀποδράντα ὑπὸ τοῦ Διόσ, σὲ δὲ καὶ αὐτὸν κωλύσει ἐνεργεῖν τὰ τοῦ Θανάτου ἔργα καὶ τὴν Πλούτωνοσ ἀρχὴν ζημιοῦν μὴ νεκραγωγοῦντα πολλοῦ τοῦ χρόνου· (Lucian, Contemplantes, (no name) 2:6)
- "εἰ μὴ πάνυ κορύζησ τὴν ῥῖνα μεστὸσ εἰήν, ὡσ πιστεύειν τὰ ἔξω καὶ μηδὲν κοινωνοῦντα τοῖσ ἔνδοθεν ἐπεγείρουσι τὰ νοσήματα μετὰ ῥηματίων, ὥσ φατε, καὶ γοητείασ τινὸσ ἐνεργεῖν καὶ τὴν ἰάσιν ἐπιπέμπειν προσαρτώμενα. (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 8:8)
- κατανεύσασ οὖν ἐγὼ καὶ πάντα τὰ πρὸσ τὴν οἰκοδομίαν παρασκευασάμενοσ τοὺσ ἀρχιτέκτονασ ἐκέλευον ἐνεργεῖν. (Flavius Josephus, 188:3)
Synonyms
-
to effect
-
to have sex
- οἴφω (I have sex with)
- δαμάζω ( I give in marriage, violate, have sex with)
- δάμνημι ( I give in marriage, violate, have sex with)