ἕλιξ
Third declension Noun; Masc/Fem
수학
Transliteration:
Principal Part:
ἕλιξ
ἕλικος
Structure:
ἑλικ
(Stem)
+
ς
(Ending)
Sense
- Anything twisted, winding, or spiral.
- The tendril of a vine.
- The outer ear
- (mathematics) A spiral line.
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- "εἰσὶ δ’ αὐτῶν καὶ αἱ κεφαλαὶ τῷ σχήματι περιφερεῖσ, ὧν ἡ μὲν ὅλη περιγραφὴ παραπλησία ῥόδοισ ἐπὶ μικρὸν ἀναπεπταμένοισ ἐστίν, περὶ δὲ τὸν προσαγορευόμενον κάλαθον οὐχ ἕλικεσ, καθάπερ ἐπὶ τῶν Ἑλληνικῶν, καὶ φύλλα τραχέα περίκειται, λωτῶν δὲ ποταμίων κάλυκεσ καὶ φοινίκων ἀρτιβλάστων καρπὸσ · (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 3739)
- βρυχία δ’ ἠχὼ παραμυκᾶται βροντῆσ, ἕλικεσ δ’ ἐκλάμπουσι στεροπῆσ ζάπυροι, στρόμβοι δὲ κόνιν εἱλίσσουσι· (Aeschylus, Prometheus Bound, episode, anapests 1:2)
- ταῖσ δὲ τριηκόσιοι ταῦροι συνάμ’ ἐστιχόωντο κνήμαργοί θ’ ἕλικέσ τε, διηκόσιοί γε μὲν ἄλλοι φοίνικεσ· (Theocritus, Idylls, 56)
- εἰ καί σοι τριχόφοιτοσ ἐπεσκίρτησεν ἰούλοσ, καὶ τρυφεραὶ κροτάφων ξανθοφυεῖσ ἕλικεσ, οὐδ’ οὕτω φεύγω τὸν ἐρώμενον ἀλλὰ τὸ κάλλοσ τούτου, κἂν πώγων, κἂν τρίχεσ, ἡμέτερον. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 101)
- ἅπτεται γὰρ τοῦ κανόνοσ οὐ κατὰ στιγμὴν ὁ κύκλοσ ἀλλ’ ὥσπερ Πρωταγόρασ ἔλεγεν ἐλέγχων τοὺσ γεωμέτρασ, οὔθ’ αἱ κινήσεισ καὶ ἕλικεσ τοῦ οὐρανοῦ ὅμοιαι περὶ ὧν ἡ ἀστρολογία ποιεῖται τοὺσ λόγουσ, οὔτε τὰ σημεῖα τοῖσ ἄστροισ τὴν αὐτὴν ἔχει φύσιν. (Aristotle, Metaphysics, Book 3 62:2)
Synonyms
-
Anything twisted
- λυγισμός (a bending, twisting, the windings and twistings)
-
The tendril of a vine
-
The outer ear