εἰσπορεύω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
εἰσπορεύω
εἰσπορεύσω
Structure:
εἰς
(Prefix)
+
πορεύ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to lead into, to go into, enter
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οἱ δὲ γίγαντεσ ἦσαν ἐπὶ τῆσ γῆσ ἐν ταῖσ ἡμέραισ ἐκείναισ. καὶ μετ̓ ἐκεῖνο, ὡσ ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ πρὸσ τὰσ θυγατέρασ τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖσ. ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ γίγαντεσ οἱ ἀπ̓ αἰῶνοσ, οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί. (Septuagint, Liber Genesis 6:4)
- καὶ ἀκούσασ ὁ Χανανὶσ βασιλεὺσ Ἀράδ, καὶ οὗτοσ κατῴκει ἐν γῇ Χαναάν, ὅτε εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber Numeri 33:40)
- ὡσ δὲ εἰσεπορεύοντο οἱ ἱερεῖσ οἱ αἴροντεσ τὴν κιβωτὸν τῆσ διαθήκησ ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην καὶ οἱ πόδεσ τῶν ἱερέων τῶν αἰρόντων τὴν κιβωτὸν τῆσ διαθήκησ Κυρίου ἐβάφησαν εἰσ μέροσ τοῦ ὕδατοσ τοῦ Ἰορδάνου. ὁ δὲ Ἰορδάνησ ἐπληροῦτο καθ’ ὅλην τὴν κρηπίδα αὐτοῦ ὡσεὶ ἡμέραι θερισμοῦ πυρῶν. (Septuagint, Liber Iosue 3:15)
- καὶ οἱ ἑπτὰ ἱερεῖσ οἱ φέροντεσ τὰσ σάλπιγγασ τὰσ ἑπτὰ προεπορεύοντο ἐναντίον Κυρίου, καὶ μετὰ ταῦτα εἰσεπορεύοντο οἱ μάχιμοι καὶ ὁ λοιπὸσ ὄχλοσ ὄπισθεν τῆσ κιβωτοῦ τῆσ διαθήκησ Κυρίου. καὶ οἱ ἱερεῖσ ἐσάλπισαν ταῖσ σάλπιγξι, καὶ ὁ λοιπὸσ ὄχλοσ ἅπασ περιεκύκλωσε τὴν πόλιν ἑξάκισ ἐγγύθεν (Septuagint, Liber Iosue 6:13)
- καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἰσελθεῖν τὸν βασιλέα εἰσ οἶκον Κυρίου. εἰσεπορεύοντο οἱ φυλάσσοντεσ καὶ οἱ παρατρέχοντεσ καὶ οἱ ἐπιστρέφοντεσ εἰσ ἀπάντησιν τῶν παρατρεχόντων. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 12:11)
Synonyms
-
to lead into
- ὑποδύω (to enter into)
- εἰσαμείβω (to go into, enter)
- εἰσοιχνέω (to go into, enter)
- εἰσανάγω (to lead up into)
- ἐπιβάσκω (to lead, into)
- εἰσβαίνω (to go into, enter, to come into)
- παραστείχω (to pass into, enter)
- δύω (I get into, I enter)
- ἐμπατέω (to walk in or into, enter)
- εἰσέρχομαι (to go into, enter, invade)
- ἐμβατεύω (to enter on, come into possession of)
- παράγω (to lead to or into, to be induced)
- ἐπαναιρέομαι (to take upon one, enter into)
- ἐνδύω (I enter)
Derived
- ἀποπορεύομαι (to depart, go away)
- διαπορεύω (to carry over, set across, to pass across)
- ἐκπορεύω (to make to go out, to go out, go forth)
- ἐμπορεύομαι (to travel, to travel for traffic, to be a merchant)
- ἐπιπορεύομαι (to travel, march to, march over)
- μεταπορεύομαι (to go after, follow up, to pursue)
- παραπορεύομαι (to go beside or alongside, to go past, to pass)
- περιπορεύομαι (to travel or go about)
- πορεύω ( to cause to go, carry, convey)
- προπορεύομαι (to go before or forward, to come forward, to be promoted)
- συμπορεύομαι (to go or journey together, with, to come together)
- ὑποπορεύομαι (to go beneath)