εἰσακούω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: eisakouō
고전 발음: [에이사꾸:오:]
신약 발음: [이사꾸오]
기본형:
εἰσακούω
εἰσακούσομαι
형태분석:
εἰς
(접두사)
+
ἀκού
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 듣다, 알게 되다
- to hearken or give ear to one
- to hear
- to hearken to, give heed to
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οὐδ οὗτοι δὲ τῆς βοηθείας τὸν τρόπον συνεφρόνουν οὐδ εἰσήκουον ὑπὸ κραυγῆς καὶ πλάνης τῶν φευγόντων Συρακουσίων ἀναπεφυρμένων αὐτοῖς καὶ διεκθεόντων, πρίν γε δὴ Δίων, ἐπεὶ λέγοντος οὐδεὶς κατήκουεν, ἔργῳ τὸ πρακτέον ὑφηγήσασθαι βουλόμενος ἐμβάλλει πρῶτος εἰς τούς βαρβάρους, καὶ γίνεται περὶ αὐτὸν ὀξεῖα καὶ δεινὴ μάχη, γινωσκόμενον οὐχ ἧττον ὑπὸ τῶν πολεμίων ἢ τῶν φίλων: (Plutarch, Dion, chapter 30 5:1)
(플루타르코스, Dion, chapter 30 5:1)
- ἐγὼ δ ἑώς μὲν τὸν κασίγνητον βίῳ θάλλοντ ἔτ εἰσήκουον, εἶχον ἐλπίδας φόνου ποτ αὐτὸν πράκτορ ἵξεσθαι πατρός: (Sophocles, episode 3:3)
(소포클레스, episode 3:3)
- ὡς δ οὐδὲν αὐτῶν εἰσήκουον ἐκεῖνοι, ἀλλὰ τούς τ ἄνδρας ἀπεκρύψαντο καὶ τὰς δίκας ἀνεβάλοντο φήσαντες ἐν Ῥώμῃ λόγον ἀποδώσειν τοῖς βουλομένοις αὐτῶν κατηγορεῖν, μαθόντες ὅτι τῶν στρατηγῶν τὸ ἐπιβούλευμα ἦν, τὸν μὲν Σίκκιον ἔθαπτον, ἐκκομιδήν τε ποιησάμενοι λαμπροτάτην καὶ πυρὰν νήσαντες ὑπερμεγέθη καὶ τῶν ἄλλων ἀπαρχόμενοι κατὰ δύναμιν, ὧν νόμος ἐπ ἀνδράσιν ἀγαθοῖς εἰς τὴν τελευταίαν τιμὴν φέρεσθαι: (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 27 10:1)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 27 10:1)
- λεγόντων δὲ τῶν κατεληλυθότων καὶ τίς αὕτη δίκη εἰή ὅπου αὐτοὶ οἱ ἀδικοῦντες δικάζοιεν, οὐδὲν εἰσήκουον. (Xenophon, Hellenica, , chapter 3 14:4)
(크세노폰, Hellenica, , chapter 3 14:4)
유의어
-
to hearken or give ear to one
-
듣다
-
to hearken to
파생어
- ἀκούω (듣다, 배우다, 알게 되다)
- ἀντακούω (to hear in turn, to hear in return)
- διακούω (to hear through, hear out or to the end, to hear or learn)
- ἐνακούω (경청하다, 복종하다)
- ἐξακούω (to hear a sound, from a distance)
- ἐπακούω (듣다, 알게 되다, 늘어뜨리다)
- κατακούω (시중들다, 전념하다, 헌신하다)
- παρακούω (오해하다)
- προακούω (to hear beforehand)
- προσακούω (to hear besides)
- συνακούω (듣다, 알게 되다, 접하다)
- συνεξακούω (to hear all together)
- ὑπακούω (듣다, 경청하다, 귀를 기울이다)