εἰσακούω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: eisakouō
고전 발음: [에이사꾸:오:]
신약 발음: [이사꾸오]
기본형:
εἰσακούω
εἰσακούσομαι
형태분석:
εἰς
(접두사)
+
ἀκού
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 듣다, 알게 되다
- to hearken or give ear to one
- to hear
- to hearken to, give heed to
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν. ἕως τίνος οὐ βούλεσθε εἰσακούειν τὰς ἐντολάς μου καὶ τὸν νόμον μου; (Septuagint, Liber Exodus 16:28)
(70인역 성경, 탈출기 16:28)
- ἀγαπᾶν Κύριον τὸν Θεόν σου, εἰσακούειν τῆς φωνῆς αὐτοῦ καὶ ἔχεσθαι αὐτοῦ. ὅτι τοῦτο ἡ ζωή σου καὶ ἡ μακρότης τῶν ἡμερῶν σου, κατοικεῖν ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσι σου Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ δοῦναι αὐτοῖς. (Septuagint, Liber Deuteronomii 30:20)
(70인역 성경, 신명기 30:20)
- ὅτι ἐξεπόρνευσαν ὀπίσω θεῶν ἑτέρων καὶ προσεκύνησαν αὐτοῖς. καὶ ἐξέκλιναν ταχὺ ἐκ τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐπορεύθησαν οἱ πατέρες αὐτῶν τοῦ εἰσακούειν τῶν λόγων Κυρίου, οὐκ ἐποίησαν οὕτως. (Septuagint, Liber Iudicum 2:17)
(70인역 성경, 판관기 2:17)
- καὶ εἶπε Κύριος πρὸς αὐτόν. ἀνθ᾿ ὧν ᾐτήσω παῤ ἐμοῦ τὸ ρῆμα τοῦτο καὶ οὐκ ᾐτήσω σεαυτῷ ἡμέρας πολλὰς καὶ οὐκ ᾐτήσω πλοῦτον, οὐδὲ ᾐτήσω ψυχὰς ἐχθρῶν σου, ἀλλ᾿ ᾐτήσω σεαυτῷ τοῦ συνιεῖν τοῦ εἰσακούειν κρίμα, (Septuagint, Liber I Regum 3:11)
(70인역 성경, 열왕기 상권 3:11)
- τοῦ εἶναι τοὺς ὀφθαλμούς σου ἠνεῳγμένους εἰς τὸν οἶκον τοῦτον ἡμέρας καὶ νυκτός, εἰς τὸν τόπον, ὃν εἶπας. ἔσται τὸ ὄνομά μου ἐκεῖ, τοῦ εἰσακούειν τῆς προσευχῆς, ἧς προσεύχεται ὁ δοῦλός σου εἰς τὸν τόπον τοῦτον ἡμέρας καὶ νυκτός. (Septuagint, Liber I Regum 8:27)
(70인역 성경, 열왕기 상권 8:27)
유의어
-
to hearken or give ear to one
-
듣다
-
to hearken to
파생어
- ἀκούω (듣다, 배우다, 알게 되다)
- ἀντακούω (to hear in turn, to hear in return)
- διακούω (to hear through, hear out or to the end, to hear or learn)
- ἐνακούω (경청하다, 복종하다)
- ἐξακούω (to hear a sound, from a distance)
- ἐπακούω (듣다, 알게 되다, 늘어뜨리다)
- κατακούω (시중들다, 전념하다, 헌신하다)
- παρακούω (오해하다)
- προακούω (to hear beforehand)
- προσακούω (to hear besides)
- συνακούω (듣다, 알게 되다, 접하다)
- συνεξακούω (to hear all together)
- ὑπακούω (듣다, 경청하다, 귀를 기울이다)