헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐγχειρίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐγχειρίζω ἐγχειριῶ ἐγκεχείρικα

형태분석: ἐγχειρίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 포기하다, 항복하다, 맡기다, 전달하다
  2. 접하다, 마주치다, 조우하다
  1. to put into one's hands, entrust, to be entrusted with
  2. to take in hand, encounter

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγχειρίζω

(나는) 포기한다

ἐγχειρίζεις

(너는) 포기한다

ἐγχειρίζει

(그는) 포기한다

쌍수 ἐγχειρίζετον

(너희 둘은) 포기한다

ἐγχειρίζετον

(그 둘은) 포기한다

복수 ἐγχειρίζομεν

(우리는) 포기한다

ἐγχειρίζετε

(너희는) 포기한다

ἐγχειρίζουσιν*

(그들은) 포기한다

접속법단수 ἐγχειρίζω

(나는) 포기하자

ἐγχειρίζῃς

(너는) 포기하자

ἐγχειρίζῃ

(그는) 포기하자

쌍수 ἐγχειρίζητον

(너희 둘은) 포기하자

ἐγχειρίζητον

(그 둘은) 포기하자

복수 ἐγχειρίζωμεν

(우리는) 포기하자

ἐγχειρίζητε

(너희는) 포기하자

ἐγχειρίζωσιν*

(그들은) 포기하자

기원법단수 ἐγχειρίζοιμι

(나는) 포기하기를 (바라다)

ἐγχειρίζοις

(너는) 포기하기를 (바라다)

ἐγχειρίζοι

(그는) 포기하기를 (바라다)

쌍수 ἐγχειρίζοιτον

(너희 둘은) 포기하기를 (바라다)

ἐγχειριζοίτην

(그 둘은) 포기하기를 (바라다)

복수 ἐγχειρίζοιμεν

(우리는) 포기하기를 (바라다)

ἐγχειρίζοιτε

(너희는) 포기하기를 (바라다)

ἐγχειρίζοιεν

(그들은) 포기하기를 (바라다)

명령법단수 ἐγχείριζε

(너는) 포기해라

ἐγχειριζέτω

(그는) 포기해라

쌍수 ἐγχειρίζετον

(너희 둘은) 포기해라

ἐγχειριζέτων

(그 둘은) 포기해라

복수 ἐγχειρίζετε

(너희는) 포기해라

ἐγχειριζόντων, ἐγχειριζέτωσαν

(그들은) 포기해라

부정사 ἐγχειρίζειν

포기하는 것

분사 남성여성중성
ἐγχειριζων

ἐγχειριζοντος

ἐγχειριζουσα

ἐγχειριζουσης

ἐγχειριζον

ἐγχειριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγχειρίζομαι

(나는) 포기된다

ἐγχειρίζει, ἐγχειρίζῃ

(너는) 포기된다

ἐγχειρίζεται

(그는) 포기된다

쌍수 ἐγχειρίζεσθον

(너희 둘은) 포기된다

ἐγχειρίζεσθον

(그 둘은) 포기된다

복수 ἐγχειριζόμεθα

(우리는) 포기된다

ἐγχειρίζεσθε

(너희는) 포기된다

ἐγχειρίζονται

(그들은) 포기된다

접속법단수 ἐγχειρίζωμαι

(나는) 포기되자

ἐγχειρίζῃ

(너는) 포기되자

ἐγχειρίζηται

(그는) 포기되자

쌍수 ἐγχειρίζησθον

(너희 둘은) 포기되자

ἐγχειρίζησθον

(그 둘은) 포기되자

복수 ἐγχειριζώμεθα

(우리는) 포기되자

ἐγχειρίζησθε

(너희는) 포기되자

ἐγχειρίζωνται

(그들은) 포기되자

기원법단수 ἐγχειριζοίμην

(나는) 포기되기를 (바라다)

ἐγχειρίζοιο

(너는) 포기되기를 (바라다)

ἐγχειρίζοιτο

(그는) 포기되기를 (바라다)

쌍수 ἐγχειρίζοισθον

(너희 둘은) 포기되기를 (바라다)

ἐγχειριζοίσθην

(그 둘은) 포기되기를 (바라다)

복수 ἐγχειριζοίμεθα

(우리는) 포기되기를 (바라다)

ἐγχειρίζοισθε

(너희는) 포기되기를 (바라다)

ἐγχειρίζοιντο

(그들은) 포기되기를 (바라다)

명령법단수 ἐγχειρίζου

(너는) 포기되어라

ἐγχειριζέσθω

(그는) 포기되어라

쌍수 ἐγχειρίζεσθον

(너희 둘은) 포기되어라

ἐγχειριζέσθων

(그 둘은) 포기되어라

복수 ἐγχειρίζεσθε

(너희는) 포기되어라

ἐγχειριζέσθων, ἐγχειριζέσθωσαν

(그들은) 포기되어라

부정사 ἐγχειρίζεσθαι

포기되는 것

분사 남성여성중성
ἐγχειριζομενος

ἐγχειριζομενου

ἐγχειριζομενη

ἐγχειριζομενης

ἐγχειριζομενον

ἐγχειριζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγχειρίω

(나는) 포기하겠다

ἐγχειρίεις

(너는) 포기하겠다

ἐγχειρίει

(그는) 포기하겠다

쌍수 ἐγχειρίειτον

(너희 둘은) 포기하겠다

ἐγχειρίειτον

(그 둘은) 포기하겠다

복수 ἐγχειρίουμεν

(우리는) 포기하겠다

ἐγχειρίειτε

(너희는) 포기하겠다

ἐγχειρίουσιν*

(그들은) 포기하겠다

기원법단수 ἐγχειρίοιμι

(나는) 포기하겠기를 (바라다)

ἐγχειρίοις

(너는) 포기하겠기를 (바라다)

ἐγχειρίοι

(그는) 포기하겠기를 (바라다)

쌍수 ἐγχειρίοιτον

(너희 둘은) 포기하겠기를 (바라다)

ἐγχειριοίτην

(그 둘은) 포기하겠기를 (바라다)

복수 ἐγχειρίοιμεν

(우리는) 포기하겠기를 (바라다)

ἐγχειρίοιτε

(너희는) 포기하겠기를 (바라다)

ἐγχειρίοιεν

(그들은) 포기하겠기를 (바라다)

부정사 ἐγχειρίειν

포기할 것

분사 남성여성중성
ἐγχειριων

ἐγχειριουντος

ἐγχειριουσα

ἐγχειριουσης

ἐγχειριουν

ἐγχειριουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγχειρίουμαι

(나는) 포기되겠다

ἐγχειρίει, ἐγχειρίῃ

(너는) 포기되겠다

ἐγχειρίειται

(그는) 포기되겠다

쌍수 ἐγχειρίεισθον

(너희 둘은) 포기되겠다

ἐγχειρίεισθον

(그 둘은) 포기되겠다

복수 ἐγχειριοῦμεθα

(우리는) 포기되겠다

ἐγχειρίεισθε

(너희는) 포기되겠다

ἐγχειρίουνται

(그들은) 포기되겠다

기원법단수 ἐγχειριοίμην

(나는) 포기되겠기를 (바라다)

ἐγχειρίοιο

(너는) 포기되겠기를 (바라다)

ἐγχειρίοιτο

(그는) 포기되겠기를 (바라다)

쌍수 ἐγχειρίοισθον

(너희 둘은) 포기되겠기를 (바라다)

ἐγχειριοίσθην

(그 둘은) 포기되겠기를 (바라다)

복수 ἐγχειριοίμεθα

(우리는) 포기되겠기를 (바라다)

ἐγχειρίοισθε

(너희는) 포기되겠기를 (바라다)

ἐγχειρίοιντο

(그들은) 포기되겠기를 (바라다)

부정사 ἐγχειρίεισθαι

포기될 것

분사 남성여성중성
ἐγχειριουμενος

ἐγχειριουμενου

ἐγχειριουμενη

ἐγχειριουμενης

ἐγχειριουμενον

ἐγχειριουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠγχείριζον

(나는) 포기하고 있었다

ἠγχείριζες

(너는) 포기하고 있었다

ἠγχείριζεν*

(그는) 포기하고 있었다

쌍수 ἠγχειρίζετον

(너희 둘은) 포기하고 있었다

ἠγχειριζέτην

(그 둘은) 포기하고 있었다

복수 ἠγχειρίζομεν

(우리는) 포기하고 있었다

ἠγχειρίζετε

(너희는) 포기하고 있었다

ἠγχείριζον

(그들은) 포기하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠγχειριζόμην

(나는) 포기되고 있었다

ἠγχειρίζου

(너는) 포기되고 있었다

ἠγχειρίζετο

(그는) 포기되고 있었다

쌍수 ἠγχειρίζεσθον

(너희 둘은) 포기되고 있었다

ἠγχειριζέσθην

(그 둘은) 포기되고 있었다

복수 ἠγχειριζόμεθα

(우리는) 포기되고 있었다

ἠγχειρίζεσθε

(너희는) 포기되고 있었다

ἠγχειρίζοντο

(그들은) 포기되고 있었다

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκεχείρικα

(나는) 포기했다

ἐγκεχείρικας

(너는) 포기했다

ἐγκεχείρικεν*

(그는) 포기했다

쌍수 ἐγκεχειρίκατον

(너희 둘은) 포기했다

ἐγκεχειρίκατον

(그 둘은) 포기했다

복수 ἐγκεχειρίκαμεν

(우리는) 포기했다

ἐγκεχειρίκατε

(너희는) 포기했다

ἐγκεχειρίκᾱσιν*

(그들은) 포기했다

접속법단수 ἐγκεχειρίκω

(나는) 포기했자

ἐγκεχειρίκῃς

(너는) 포기했자

ἐγκεχειρίκῃ

(그는) 포기했자

쌍수 ἐγκεχειρίκητον

(너희 둘은) 포기했자

ἐγκεχειρίκητον

(그 둘은) 포기했자

복수 ἐγκεχειρίκωμεν

(우리는) 포기했자

ἐγκεχειρίκητε

(너희는) 포기했자

ἐγκεχειρίκωσιν*

(그들은) 포기했자

기원법단수 ἐγκεχειρίκοιμι

(나는) 포기했기를 (바라다)

ἐγκεχειρίκοις

(너는) 포기했기를 (바라다)

ἐγκεχειρίκοι

(그는) 포기했기를 (바라다)

쌍수 ἐγκεχειρίκοιτον

(너희 둘은) 포기했기를 (바라다)

ἐγκεχειρικοίτην

(그 둘은) 포기했기를 (바라다)

복수 ἐγκεχειρίκοιμεν

(우리는) 포기했기를 (바라다)

ἐγκεχειρίκοιτε

(너희는) 포기했기를 (바라다)

ἐγκεχειρίκοιεν

(그들은) 포기했기를 (바라다)

명령법단수 ἐγκεχείρικε

(너는) 포기했어라

ἐγκεχειρικέτω

(그는) 포기했어라

쌍수 ἐγκεχειρίκετον

(너희 둘은) 포기했어라

ἐγκεχειρικέτων

(그 둘은) 포기했어라

복수 ἐγκεχειρίκετε

(너희는) 포기했어라

ἐγκεχειρικόντων

(그들은) 포기했어라

부정사 ἐγκεχειρικέναι

포기했는 것

분사 남성여성중성
ἐγκεχειρικως

ἐγκεχειρικοντος

ἐγκεχειρικυῑα

ἐγκεχειρικυῑᾱς

ἐγκεχειρικον

ἐγκεχειρικοντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κατὰ τύχην δὲ Σερτωρίου τοῖσ τόποισ ἐναυλισαμένου, καὶ πᾶν ὅ τισ ἐξ ἄγρασ ἢ γεωργίασ ἥκοι κομίζων δῶρον ἀσμένωσ δεχομένου, καὶ φιλοφρόνωσ ἀμειβομένου τοὺσ θεραπεύοντασ, ἐγχειρίζει φέρων αὐτῷ τὴν νεβρὸν. (Plutarch, Sertorius, chapter 11 2:2)

    (플루타르코스, Sertorius, chapter 11 2:2)

  • καὶ διὰ τοῦτο τῆσ φυγῆσ αὐτοῖσ γινομένησ δυσέργου καὶ βραδείασ καταλαμβανόμενοι τὸ μὲν παιδίον ἐγχειρίζουσιν Ἀνδροκλείωνι καὶ Ἱππίᾳ καὶ Νεάνδρῳ, νεανίσκοισ οὖσι πιστοῖσ καὶ ῥωμαλέοισ, ἀνὰ κράτοσ φεύγειν καὶ Μεγάρων ἔχεσθαι χωρίου Μακεδονικοῦ προστάξαντεσ, αὐτοὶ δὲ τὰ μὲν δεόμενοι, τὰ δὲ ἀπομαχόμενοι τοῖσ διώκουσιν ἐμποδὼν ἦσαν ἄχρι δείλησ ὀψίασ. (Plutarch, chapter 2 2:1)

    (플루타르코스, chapter 2 2:1)

  • συμβαίνει δ’ ἡμῖν τοῖσ τὴν κατὰ θάλατταν ἐργασίαν προῃρημένοισ καὶ τὰ ἡμέτερ’ αὐτῶν ἐγχειρίζουσιν ἑτέροισ ἐκεῖνο μὲν σαφῶσ εἰδέναι, ὅτι ὁ δανειζόμενοσ ἐν παντὶ προέχει ἡμῶν. (Demosthenes, Speeches 51-61, 2:2)

    (데모스테네스, Speeches 51-61, 2:2)

  • τούτου δ’ ἄκοσ τὸ αἰεὶ τοῖσ ἀντικειμένοισ μορίοισ ἐγχειρίζειν τὰσ πράξεισ καὶ τὰσ ἀρχάσ λέγω δ’ ἀντικεῖσθαι τοὺσ ἐπιεικεῖσ τῷ πλήθει, καὶ τοὺσ ἀπόρουσ τοῖσ εὐπόροισ, καὶ τὸ πειρᾶσθαι ἢ συμμιγνύναι τὸ τῶν ἀπόρων πλῆθοσ καὶ τὸ τῶν εὐπόρων ἢ τὸ μέσον αὔξειν τοῦτο γὰρ διαλύει τὰσ διὰ τὴν ἀνισότητα στάσεισ. (Aristotle, Politics, Book 5 170:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 5 170:1)

  • τοῖσ ἀπόροισ, πλὴν ὅσαι ἀρχαὶ κύριαι τῆσ πολιτείασ, ταύτασ δὲ τοῖσ ἐκ τῆσ πολιτείασ ἐγχειρίζειν μόνοισ ἢ πλείοσιν. (Aristotle, Politics, Book 5 182:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 5 182:1)

  • "ὦ παῖ, καίπερ μοι συγγενεστέρου Τιβερίου ἢ κατὰ σὲ ὄντοσ δόξῃ τε τῇ ἐμαυτοῦ καὶ τῷ ὁμοψήφῳ ἐπ’ αὐτῇ τῶν θεῶν σοὶ φέρων ἐγχειρίζω τὴν Ῥωμαίων ἡγεμονίαν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 18 260:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 18 260:2)

유의어

  1. 포기하다

  2. 접하다

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION