헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐγκράζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐγκράζω ἐγκράξομαι ἐνέκραγον

형태분석: ἐγ (접두사) + κράζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to cry aloud at

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκράζω

ἐγκράζεις

ἐγκράζει

쌍수 ἐγκράζετον

ἐγκράζετον

복수 ἐγκράζομεν

ἐγκράζετε

ἐγκράζουσιν*

접속법단수 ἐγκράζω

ἐγκράζῃς

ἐγκράζῃ

쌍수 ἐγκράζητον

ἐγκράζητον

복수 ἐγκράζωμεν

ἐγκράζητε

ἐγκράζωσιν*

기원법단수 ἐγκράζοιμι

ἐγκράζοις

ἐγκράζοι

쌍수 ἐγκράζοιτον

ἐγκραζοίτην

복수 ἐγκράζοιμεν

ἐγκράζοιτε

ἐγκράζοιεν

명령법단수 ἐγκράζε

ἐγκραζέτω

쌍수 ἐγκράζετον

ἐγκραζέτων

복수 ἐγκράζετε

ἐγκραζόντων, ἐγκραζέτωσαν

부정사 ἐγκράζειν

분사 남성여성중성
ἐγκραζων

ἐγκραζοντος

ἐγκραζουσα

ἐγκραζουσης

ἐγκραζον

ἐγκραζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκράζομαι

ἐγκράζει, ἐγκράζῃ

ἐγκράζεται

쌍수 ἐγκράζεσθον

ἐγκράζεσθον

복수 ἐγκραζόμεθα

ἐγκράζεσθε

ἐγκράζονται

접속법단수 ἐγκράζωμαι

ἐγκράζῃ

ἐγκράζηται

쌍수 ἐγκράζησθον

ἐγκράζησθον

복수 ἐγκραζώμεθα

ἐγκράζησθε

ἐγκράζωνται

기원법단수 ἐγκραζοίμην

ἐγκράζοιο

ἐγκράζοιτο

쌍수 ἐγκράζοισθον

ἐγκραζοίσθην

복수 ἐγκραζοίμεθα

ἐγκράζοισθε

ἐγκράζοιντο

명령법단수 ἐγκράζου

ἐγκραζέσθω

쌍수 ἐγκράζεσθον

ἐγκραζέσθων

복수 ἐγκράζεσθε

ἐγκραζέσθων, ἐγκραζέσθωσαν

부정사 ἐγκράζεσθαι

분사 남성여성중성
ἐγκραζομενος

ἐγκραζομενου

ἐγκραζομενη

ἐγκραζομενης

ἐγκραζομενον

ἐγκραζομενου

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to cry aloud at

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION