헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐξείρω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐξείρω ἐξεῖρα

형태분석: ἐξ (접두사) + εί̓ρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 내밀다, 내다
  2. 끌어내다, 뽑다
  1. to put forth
  2. to pull out

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξείρω

(나는) 내민다

ἐξείρεις

(너는) 내민다

ἐξείρει

(그는) 내민다

쌍수 ἐξείρετον

(너희 둘은) 내민다

ἐξείρετον

(그 둘은) 내민다

복수 ἐξείρομεν

(우리는) 내민다

ἐξείρετε

(너희는) 내민다

ἐξείρουσιν*

(그들은) 내민다

접속법단수 ἐξείρω

(나는) 내밀자

ἐξείρῃς

(너는) 내밀자

ἐξείρῃ

(그는) 내밀자

쌍수 ἐξείρητον

(너희 둘은) 내밀자

ἐξείρητον

(그 둘은) 내밀자

복수 ἐξείρωμεν

(우리는) 내밀자

ἐξείρητε

(너희는) 내밀자

ἐξείρωσιν*

(그들은) 내밀자

기원법단수 ἐξείροιμι

(나는) 내밀기를 (바라다)

ἐξείροις

(너는) 내밀기를 (바라다)

ἐξείροι

(그는) 내밀기를 (바라다)

쌍수 ἐξείροιτον

(너희 둘은) 내밀기를 (바라다)

ἐξειροίτην

(그 둘은) 내밀기를 (바라다)

복수 ἐξείροιμεν

(우리는) 내밀기를 (바라다)

ἐξείροιτε

(너희는) 내밀기를 (바라다)

ἐξείροιεν

(그들은) 내밀기를 (바라다)

명령법단수 ἐξείρε

(너는) 내밀어라

ἐξειρέτω

(그는) 내밀어라

쌍수 ἐξείρετον

(너희 둘은) 내밀어라

ἐξειρέτων

(그 둘은) 내밀어라

복수 ἐξείρετε

(너희는) 내밀어라

ἐξειρόντων, ἐξειρέτωσαν

(그들은) 내밀어라

부정사 ἐξείρειν

내미는 것

분사 남성여성중성
ἐξειρων

ἐξειροντος

ἐξειρουσα

ἐξειρουσης

ἐξειρον

ἐξειροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξείρομαι

(나는) 내밀려진다

ἐξείρει, ἐξείρῃ

(너는) 내밀려진다

ἐξείρεται

(그는) 내밀려진다

쌍수 ἐξείρεσθον

(너희 둘은) 내밀려진다

ἐξείρεσθον

(그 둘은) 내밀려진다

복수 ἐξειρόμεθα

(우리는) 내밀려진다

ἐξείρεσθε

(너희는) 내밀려진다

ἐξείρονται

(그들은) 내밀려진다

접속법단수 ἐξείρωμαι

(나는) 내밀려지자

ἐξείρῃ

(너는) 내밀려지자

ἐξείρηται

(그는) 내밀려지자

쌍수 ἐξείρησθον

(너희 둘은) 내밀려지자

ἐξείρησθον

(그 둘은) 내밀려지자

복수 ἐξειρώμεθα

(우리는) 내밀려지자

ἐξείρησθε

(너희는) 내밀려지자

ἐξείρωνται

(그들은) 내밀려지자

기원법단수 ἐξειροίμην

(나는) 내밀려지기를 (바라다)

ἐξείροιο

(너는) 내밀려지기를 (바라다)

ἐξείροιτο

(그는) 내밀려지기를 (바라다)

쌍수 ἐξείροισθον

(너희 둘은) 내밀려지기를 (바라다)

ἐξειροίσθην

(그 둘은) 내밀려지기를 (바라다)

복수 ἐξειροίμεθα

(우리는) 내밀려지기를 (바라다)

ἐξείροισθε

(너희는) 내밀려지기를 (바라다)

ἐξείροιντο

(그들은) 내밀려지기를 (바라다)

명령법단수 ἐξείρου

(너는) 내밀려져라

ἐξειρέσθω

(그는) 내밀려져라

쌍수 ἐξείρεσθον

(너희 둘은) 내밀려져라

ἐξειρέσθων

(그 둘은) 내밀려져라

복수 ἐξείρεσθε

(너희는) 내밀려져라

ἐξειρέσθων, ἐξειρέσθωσαν

(그들은) 내밀려져라

부정사 ἐξείρεσθαι

내밀려지는 것

분사 남성여성중성
ἐξειρομενος

ἐξειρομενου

ἐξειρομενη

ἐξειρομενης

ἐξειρομενον

ἐξειρομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓ξειρον

(나는) 내밀고 있었다

έ̓ξειρες

(너는) 내밀고 있었다

έ̓ξειρεν*

(그는) 내밀고 있었다

쌍수 ἐξείρετον

(너희 둘은) 내밀고 있었다

ἐξειρέτην

(그 둘은) 내밀고 있었다

복수 ἐξείρομεν

(우리는) 내밀고 있었다

ἐξείρετε

(너희는) 내밀고 있었다

έ̓ξειρον

(그들은) 내밀고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξειρόμην

(나는) 내밀려지고 있었다

ἐξείρου

(너는) 내밀려지고 있었다

ἐξείρετο

(그는) 내밀려지고 있었다

쌍수 ἐξείρεσθον

(너희 둘은) 내밀려지고 있었다

ἐξειρέσθην

(그 둘은) 내밀려지고 있었다

복수 ἐξειρόμεθα

(우리는) 내밀려지고 있었다

ἐξείρεσθε

(너희는) 내밀려지고 있었다

ἐξείροντο

(그들은) 내밀려지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξείραα

(나는) 내밀었다

ἐξείραας

(너는) 내밀었다

ἐξεῖρᾱν*

(그는) 내밀었다

쌍수 ἐξειράατον

(너희 둘은) 내밀었다

ἐξειραάτην

(그 둘은) 내밀었다

복수 ἐξειράαμεν

(우리는) 내밀었다

ἐξειράατε

(너희는) 내밀었다

ἐξείρααν

(그들은) 내밀었다

접속법단수 ἐξείρω

(나는) 내밀었자

ἐξείρῃς

(너는) 내밀었자

ἐξείρῃ

(그는) 내밀었자

쌍수 ἐξείρητον

(너희 둘은) 내밀었자

ἐξείρητον

(그 둘은) 내밀었자

복수 ἐξείρωμεν

(우리는) 내밀었자

ἐξείρητε

(너희는) 내밀었자

ἐξείρωσιν*

(그들은) 내밀었자

기원법단수 ἐξειράαιμι

(나는) 내밀었기를 (바라다)

ἐξειράαις

(너는) 내밀었기를 (바라다)

ἐξειράαι

(그는) 내밀었기를 (바라다)

쌍수 ἐξειράαιτον

(너희 둘은) 내밀었기를 (바라다)

ἐξειρααίτην

(그 둘은) 내밀었기를 (바라다)

복수 ἐξειράαιμεν

(우리는) 내밀었기를 (바라다)

ἐξειράαιτε

(너희는) 내밀었기를 (바라다)

ἐξειράαιεν

(그들은) 내밀었기를 (바라다)

명령법단수 ἐξεῖρων

(너는) 내밀었어라

ἐξειραάτω

(그는) 내밀었어라

쌍수 ἐξειράατον

(너희 둘은) 내밀었어라

ἐξειραάτων

(그 둘은) 내밀었어라

복수 ἐξειράατε

(너희는) 내밀었어라

ἐξειραάντων

(그들은) 내밀었어라

부정사 ἐξειράαι

내밀었는 것

분사 남성여성중성
ἐξειραᾱς

ἐξειρααντος

ἐξειραᾱσα

ἐξειραᾱσης

ἐξειρααν

ἐξειρααντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξειραάμην

(나는) 내밀려졌다

ἐξείρω

(너는) 내밀려졌다

ἐξειράατο

(그는) 내밀려졌다

쌍수 ἐξειράασθον

(너희 둘은) 내밀려졌다

ἐξειραάσθην

(그 둘은) 내밀려졌다

복수 ἐξειραάμεθα

(우리는) 내밀려졌다

ἐξειράασθε

(너희는) 내밀려졌다

ἐξειράαντο

(그들은) 내밀려졌다

접속법단수 ἐξείρωμαι

(나는) 내밀려졌자

ἐξείρῃ

(너는) 내밀려졌자

ἐξείρηται

(그는) 내밀려졌자

쌍수 ἐξείρησθον

(너희 둘은) 내밀려졌자

ἐξείρησθον

(그 둘은) 내밀려졌자

복수 ἐξειρώμεθα

(우리는) 내밀려졌자

ἐξείρησθε

(너희는) 내밀려졌자

ἐξείρωνται

(그들은) 내밀려졌자

기원법단수 ἐξειρααίμην

(나는) 내밀려졌기를 (바라다)

ἐξειράαιο

(너는) 내밀려졌기를 (바라다)

ἐξειράαιτο

(그는) 내밀려졌기를 (바라다)

쌍수 ἐξειράαισθον

(너희 둘은) 내밀려졌기를 (바라다)

ἐξειρααίσθην

(그 둘은) 내밀려졌기를 (바라다)

복수 ἐξειρααίμεθα

(우리는) 내밀려졌기를 (바라다)

ἐξειράαισθε

(너희는) 내밀려졌기를 (바라다)

ἐξειράαιντο

(그들은) 내밀려졌기를 (바라다)

명령법단수 ἐξείρααι

(너는) 내밀려졌어라

ἐξειραάσθω

(그는) 내밀려졌어라

쌍수 ἐξειράασθον

(너희 둘은) 내밀려졌어라

ἐξειραάσθων

(그 둘은) 내밀려졌어라

복수 ἐξειράασθε

(너희는) 내밀려졌어라

ἐξειραάσθων

(그들은) 내밀려졌어라

부정사 ἐξείρᾱσθαι

내밀려졌는 것

분사 남성여성중성
ἐξειρααμενος

ἐξειρααμενου

ἐξειρααμενη

ἐξειρααμενης

ἐξειρααμενον

ἐξειρααμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 내밀다

  2. 끌어내다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION