Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐξάγιστος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐξάγιστος ἐξάγιστον

Structure: ἐξαγιστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)cagi/zw

Sense

  1. devoted to evil, accursed, abominable
  2. holy things, matters of religion

Examples

  • ὡσ δὲ ταῦτα πράξαντεσ ἀπηλλάγησαν, ὑπεξελθὼν ὁ Οὐινδίκιοσ λάθρα, χρήσασθαι τοῖσ προσπεσοῦσιν οὐκ εἶχεν, ἀλλ’ ἠπορεῖτο, δεινὸν μὲν ἡγούμενοσ, ὥσπερ ἦν, πρὸσ πατέρα Βροῦτον υἱῶν ἐξάγιστα κατηγορεῖν ἢ πρὸσ θεῖον ἀδελφιδῶν τὸν Κολλατῖνον, ἰδιώτην δὲ Ῥωμαίων οὐδένα νο μίζων ἐχέγγυον ἀπορρήτων τηλικούτων. (Plutarch, Publicola, chapter 4 3:1)
  • ἃ δ’ ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ, αὐτὸσ μαθήσει, κεῖσ’ ὅταν μόλῃσ μόνοσ· (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode19)
  • ἀνόσια καὶ ἐξάγιστα καὶ οὔθ’ Ἑλλάδοσ οὔτε βαρβάρου γῆσ οὐδαμόθι γενόμενα πρῶτοσ εἰσ τὴν Ῥωμαίων πόλιν εἰσαγαγὼν καὶ μόνοσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 79 3:1)

Synonyms

  1. devoted to evil

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION