- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δυσκολαίνω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: dyskolainō 고전 발음: [꼴라노:] 신약 발음: [꼴래노]

기본형: δυσκολαίνω

형태분석: δυσκολαίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be peevish or discontented, to shew displeasure

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δυσκολαίνω

δυσκολαίνεις

δυσκολαίνει

쌍수 δυσκολαίνετον

δυσκολαίνετον

복수 δυσκολαίνομεν

δυσκολαίνετε

δυσκολαίνουσι(ν)

접속법단수 δυσκολαίνω

δυσκολαίνῃς

δυσκολαίνῃ

쌍수 δυσκολαίνητον

δυσκολαίνητον

복수 δυσκολαίνωμεν

δυσκολαίνητε

δυσκολαίνωσι(ν)

기원법단수 δυσκολαίνοιμι

δυσκολαίνοις

δυσκολαίνοι

쌍수 δυσκολαίνοιτον

δυσκολαινοίτην

복수 δυσκολαίνοιμεν

δυσκολαίνοιτε

δυσκολαίνοιεν

명령법단수 δυσκόλαινε

δυσκολαινέτω

쌍수 δυσκολαίνετον

δυσκολαινέτων

복수 δυσκολαίνετε

δυσκολαινόντων, δυσκολαινέτωσαν

부정사 δυσκολαίνειν

분사 남성여성중성
δυσκολαινων

δυσκολαινοντος

δυσκολαινουσα

δυσκολαινουσης

δυσκολαινον

δυσκολαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δυσκολαίνομαι

δυσκολαίνει, δυσκολαίνῃ

δυσκολαίνεται

쌍수 δυσκολαίνεσθον

δυσκολαίνεσθον

복수 δυσκολαινόμεθα

δυσκολαίνεσθε

δυσκολαίνονται

접속법단수 δυσκολαίνωμαι

δυσκολαίνῃ

δυσκολαίνηται

쌍수 δυσκολαίνησθον

δυσκολαίνησθον

복수 δυσκολαινώμεθα

δυσκολαίνησθε

δυσκολαίνωνται

기원법단수 δυσκολαινοίμην

δυσκολαίνοιο

δυσκολαίνοιτο

쌍수 δυσκολαίνοισθον

δυσκολαινοίσθην

복수 δυσκολαινοίμεθα

δυσκολαίνοισθε

δυσκολαίνοιντο

명령법단수 δυσκολαίνου

δυσκολαινέσθω

쌍수 δυσκολαίνεσθον

δυσκολαινέσθων

복수 δυσκολαίνεσθε

δυσκολαινέσθων, δυσκολαινέσθωσαν

부정사 δυσκολαίνεσθαι

분사 남성여성중성
δυσκολαινομενος

δυσκολαινομενου

δυσκολαινομενη

δυσκολαινομενης

δυσκολαινομενον

δυσκολαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δεινὸν γὰρ ἡγεῖτο τοὺς μὲν ἱππικοὺς καὶ κυνηγετικοὺς ἐπιμελείᾳ καὶ σννηθείᾳ καὶ τροφῇ μᾶλλον ἢ μάστιξι καὶ κλοιοῖς τὴν χαλεπότητα τῶν ζῴων καὶ τὸ θυμούμενον καὶ τὸ δυσκολαῖνον ἐξαιρεῖν, τὸν δ ἀνθρώπων ἄρχοντα μὴ τὸ πλεῖστον ἐν χάριτι καὶ πρᾳότητι τῆς ἐπανορθώσεως τίθεσθαι, σκληρότερον δὲ προσφέρεσθαι καὶ βιαιότερον ἤπερ οἱ γεωργοῦντες ἐρινεοῖς καὶ ἀχράσι καὶ κοτίνοις προσφέρονται, τὰ μὲν εἰς ἐλαίας, τὰ δ εἰς ἀπίους, τὰ δ εἰς συκᾶς ἐξημεροῦντες καὶ τιθασεύοντες. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 20 3:1)

    (플루타르코스, Fabius Maximus, chapter 20 3:1)

  • τροφῆς προσήνεγκεν, οὕτως ὁ πολιτικὸς ἀνήρ, μέγα τι τῶν ἀδόξων ἢ βλαβερῶν παρελόμενος, ἐλαφρᾷ πάλιν χάριτι καὶ φιλανθρώπῳ τὸ δυσκολαῖνον καὶ μεμψιμοιροῦν παρηγόρησεν. (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 24 14:1)

    (플루타르코스, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 24 14:1)

유의어

  1. to be peevish or discontented

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION