- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δυσφύλακτος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: dysphylaktos 고전 발음: [퓔락또] 신약 발음: [퓔락또]

기본형: δυσφύλακτος δυσφύλακτον

형태분석: δυσφυλακτ (어간) + ος (어미)

  1. hard to keep off or prevent

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 δυσφύλακτος

(이)가

δυσφύλακτον

(것)가

속격 δυσφυλάκτου

(이)의

δυσφυλάκτου

(것)의

여격 δυσφυλάκτῳ

(이)에게

δυσφυλάκτῳ

(것)에게

대격 δυσφύλακτον

(이)를

δυσφύλακτον

(것)를

호격 δυσφύλακτε

(이)야

δυσφύλακτον

(것)야

쌍수주/대/호 δυσφυλάκτω

(이)들이

δυσφυλάκτω

(것)들이

속/여 δυσφυλάκτοιν

(이)들의

δυσφυλάκτοιν

(것)들의

복수주격 δυσφύλακτοι

(이)들이

δυσφύλακτα

(것)들이

속격 δυσφυλάκτων

(이)들의

δυσφυλάκτων

(것)들의

여격 δυσφυλάκτοις

(이)들에게

δυσφυλάκτοις

(것)들에게

대격 δυσφυλάκτους

(이)들을

δυσφύλακτα

(것)들을

호격 δυσφύλακτοι

(이)들아

δυσφύλακτα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δειναὶ γὰρ αἱ φιλοφροσύναι παντὸς ὄγκου περιγενέσθαι, καὶ δυσφύλακτον ἐν συνηθείᾳ τὸ πρὸς δόξαν σεμνόν ἐστι: (Plutarch, , chapter 7 5:1)

    (플루타르코스, , chapter 7 5:1)

  • εἰ μὲν οὖν, ὡς τὰ πλεῖστα τῶν ἄλλων κακῶν, κόλαξ ἥπτετο μόνον ἢ μάλιστα τῶν ἀγεννῶν καὶ φαύλων, οὐκ ἂν ἦν οὕτω δεινὸν οὐδὲ δυσφύλακτον: (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 21)

    (플루타르코스, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 21)

  • αὐτοί τε γὰρ ὑπὸ τῆς σφετέρας περιλαμπόμενοι φλογὸς σκοπὸς ἦσαν τοῖς πολεμίοις εὐσύνοπτος ὥσπερ ἐν ἡμέρᾳ, καὶ τῶν ὀργάνων πόρρωθεν μὴ βλεπομένων δυσφύλακτον ἦν τὸ βαλλόμενον. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 297:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 297:1)

  • καὶ τὴν μικρότητα δ αὐτῶν εἶναι χαλεπὴν καὶ τὴν ὑπερβολὴν τοῦ μεγέθους, τὴν μὲν διὰ τὸ δυσφύλακτον τὴν δὲ δι ἰσχύν, ὅπου καὶ ἑκκαιδεκαπήχεις ἐχίδνας ὁρᾶσθαι: (Strabo, Geography, book 15, chapter 1 90:6)

    (스트라본, 지리학, book 15, chapter 1 90:6)

  • ὡς ἔμοιγε δοκεῖ, τὸ δυσφύλακτον καὶ παράλογον τῶν ἐκ τῆς τύχης συμβαινόντων. (Polybius, Histories, book 8, chapter 20 10:1)

    (폴리비오스, Histories, book 8, chapter 20 10:1)

유의어

  1. hard to keep off or prevent

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION