헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διελέγχω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διελέγχω διελέγξω

형태분석: δι (접두사) + ἐλέγχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to refute utterly

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διελέγχω

διελέγχεις

διελέγχει

쌍수 διελέγχετον

διελέγχετον

복수 διελέγχομεν

διελέγχετε

διελέγχουσιν*

접속법단수 διελέγχω

διελέγχῃς

διελέγχῃ

쌍수 διελέγχητον

διελέγχητον

복수 διελέγχωμεν

διελέγχητε

διελέγχωσιν*

기원법단수 διελέγχοιμι

διελέγχοις

διελέγχοι

쌍수 διελέγχοιτον

διελεγχοίτην

복수 διελέγχοιμεν

διελέγχοιτε

διελέγχοιεν

명령법단수 διέλεγχε

διελεγχέτω

쌍수 διελέγχετον

διελεγχέτων

복수 διελέγχετε

διελεγχόντων, διελεγχέτωσαν

부정사 διελέγχειν

분사 남성여성중성
διελεγχων

διελεγχοντος

διελεγχουσα

διελεγχουσης

διελεγχον

διελεγχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διελέγχομαι

διελέγχει, διελέγχῃ

διελέγχεται

쌍수 διελέγχεσθον

διελέγχεσθον

복수 διελεγχόμεθα

διελέγχεσθε

διελέγχονται

접속법단수 διελέγχωμαι

διελέγχῃ

διελέγχηται

쌍수 διελέγχησθον

διελέγχησθον

복수 διελεγχώμεθα

διελέγχησθε

διελέγχωνται

기원법단수 διελεγχοίμην

διελέγχοιο

διελέγχοιτο

쌍수 διελέγχοισθον

διελεγχοίσθην

복수 διελεγχοίμεθα

διελέγχοισθε

διελέγχοιντο

명령법단수 διελέγχου

διελεγχέσθω

쌍수 διελέγχεσθον

διελεγχέσθων

복수 διελέγχεσθε

διελεγχέσθων, διελεγχέσθωσαν

부정사 διελέγχεσθαι

분사 남성여성중성
διελεγχομενος

διελεγχομενου

διελεγχομενη

διελεγχομενης

διελεγχομενον

διελεγχομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to refute utterly

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION