- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διατριβή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: diatribē 고전 발음: [디아리베:] 신약 발음: [디아리베]

기본형: διατριβή διατριβῆς

형태분석: διατριβ (어간) + η (어미)

어원: from διατρι_´βω

  1. 오락, 여가
  2. 직업, 고용, 일자리, 공부
  3. 지연, 짧은 시간, 지체
  1. pastime, amusement
  2. occupation, employment, study
  3. waste of time, delay

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 διατριβή

오락이

διατριβά

오락들이

διατριβαί

오락들이

속격 διατριβῆς

오락의

διατριβαῖν

오락들의

διατριβῶν

오락들의

여격 διατριβῇ

오락에게

διατριβαῖν

오락들에게

διατριβαῖς

오락들에게

대격 διατριβήν

오락을

διατριβά

오락들을

διατριβάς

오락들을

호격 διατριβή

오락아

διατριβά

오락들아

διατριβαί

오락들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῖς ᾄσμασιν καὶ καταπλεύσαντας ἐπὶ πολὺ κατεῖχον, καὶ ὅλως τὸ ἔργον αὐτῶν ἐδεῖτό τινος διατριβῆς, καὶ πού τις αὐτὰς καὶ παρέπλευσε καὶ τοῦ μέλους παρήκουσε: (Lucian, De Domo, (no name) 19:3)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 19:3)

  • τί οὖν ἔτι διαμέλλομεν ὡς οὐχ ἱκανῆς ἡμῖν γεγενημένης διατριβῆς· (Lucian, Cataplus, (no name) 5:2)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 5:2)

  • ὁρᾷς ἐξ οἱάς σοι διατριβῆς ἄνθρωπον λέγω. (Lucian, Alexander, (no name) 5:7)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 5:7)

  • τοὺς μέντοι τοῦ ἄλλου πλήθους, οἱο῀ν γυμναστάς τινας ἢ κόλακας, ἰδιώτας καὶ μικροὺς τὰς γνώμας καὶ ταπεινοὺς αὐτόθεν ἀνθρώπους, οὔτε ἀποτρέπειν ἄξιον τῶν τοιούτων συνουσιῶν, οὐδὲ γὰρ ἂν πεισθεῖεν, οὔτε μὴν αἰτιᾶσθαι καλῶς ἔχει μὴ ἀπολειπομένους τῶν μισθοδοτῶν εἰ καὶ πάνυ πολλὰ ὑβρίζοιντο ὑπ αὐτῶν, ἐπιτήδειοι γὰρ καὶ οὐκ ἀνάξιοι τῆς τοιαύτης διατριβῆς: (Lucian, De mercede, (no name) 4:4)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 4:4)

  • εἰ γὰρ χρὴ καὶ κακῶν ἔπαινον εἰπεῖν, μὴ ὑπολάβῃς μεῖζόν τι γυμνάσιον ἀρετῆς ἢ τῆς ψυχῆς δοκιμασίαν ἀληθεστέραν τῆσδε τῆς πόλεως καὶ τῆς ἐνταῦθα διατριβῆς: (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 19:1)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 19:1)

유의어

  1. 오락

  2. 지연

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION