Ancient Greek-English Dictionary Language

διατρέφω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διατρέφω διαθρέψω

Structure: δια (Prefix) + τρέφ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to sustain continually

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατρέφω διατρέφεις διατρέφει
Dual διατρέφετον διατρέφετον
Plural διατρέφομεν διατρέφετε διατρέφουσιν*
SubjunctiveSingular διατρέφω διατρέφῃς διατρέφῃ
Dual διατρέφητον διατρέφητον
Plural διατρέφωμεν διατρέφητε διατρέφωσιν*
OptativeSingular διατρέφοιμι διατρέφοις διατρέφοι
Dual διατρέφοιτον διατρεφοίτην
Plural διατρέφοιμεν διατρέφοιτε διατρέφοιεν
ImperativeSingular διατρέφε διατρεφέτω
Dual διατρέφετον διατρεφέτων
Plural διατρέφετε διατρεφόντων, διατρεφέτωσαν
Infinitive διατρέφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διατρεφων διατρεφοντος διατρεφουσα διατρεφουσης διατρεφον διατρεφοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατρέφομαι διατρέφει, διατρέφῃ διατρέφεται
Dual διατρέφεσθον διατρέφεσθον
Plural διατρεφόμεθα διατρέφεσθε διατρέφονται
SubjunctiveSingular διατρέφωμαι διατρέφῃ διατρέφηται
Dual διατρέφησθον διατρέφησθον
Plural διατρεφώμεθα διατρέφησθε διατρέφωνται
OptativeSingular διατρεφοίμην διατρέφοιο διατρέφοιτο
Dual διατρέφοισθον διατρεφοίσθην
Plural διατρεφοίμεθα διατρέφοισθε διατρέφοιντο
ImperativeSingular διατρέφου διατρεφέσθω
Dual διατρέφεσθον διατρεφέσθων
Plural διατρέφεσθε διατρεφέσθων, διατρεφέσθωσαν
Infinitive διατρέφεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διατρεφομενος διατρεφομενου διατρεφομενη διατρεφομενης διατρεφομενον διατρεφομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἡ μὲν γὰρ ἀπὸ μικρᾶσ δαπάνησ πολλοὺσ καθ’ ἡμέραν διέτρεφεν, ἡ δ’ εἰσ ὀλίγουσ τρυφῶντασ ἀπὸ πολλῶν παρεσκευάζετο χρημάτων, εἰ μὴ νὴ Δία τῶν πραγμάτων ἐποίει διαφορὰν ὁ χρόνοσ· (Plutarch, Comparison of Lucullus and Cimon, chapter 1 6:1)
  • τὸν ταχύπουν, ἔτι παῖδα συναρπασθέντα τεκούσησ ἄρτι μ’ ἀπὸ στέρνων, οὐατόεντα λαγὼν ἐν κόλποισ στέργουσα διέτρεφεν ἁ γλυκερόχρωσ Φανίον, εἰαρινοῖσ ἄνθεσι βοσκόμενον. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 2071)

Synonyms

  1. to sustain continually

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION