헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διατρέφω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διατρέφω διαθρέψω

형태분석: δια (접두사) + τρέφ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to sustain continually

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διατρέφω

διατρέφεις

διατρέφει

쌍수 διατρέφετον

διατρέφετον

복수 διατρέφομεν

διατρέφετε

διατρέφουσιν*

접속법단수 διατρέφω

διατρέφῃς

διατρέφῃ

쌍수 διατρέφητον

διατρέφητον

복수 διατρέφωμεν

διατρέφητε

διατρέφωσιν*

기원법단수 διατρέφοιμι

διατρέφοις

διατρέφοι

쌍수 διατρέφοιτον

διατρεφοίτην

복수 διατρέφοιμεν

διατρέφοιτε

διατρέφοιεν

명령법단수 διατρέφε

διατρεφέτω

쌍수 διατρέφετον

διατρεφέτων

복수 διατρέφετε

διατρεφόντων, διατρεφέτωσαν

부정사 διατρέφειν

분사 남성여성중성
διατρεφων

διατρεφοντος

διατρεφουσα

διατρεφουσης

διατρεφον

διατρεφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διατρέφομαι

διατρέφει, διατρέφῃ

διατρέφεται

쌍수 διατρέφεσθον

διατρέφεσθον

복수 διατρεφόμεθα

διατρέφεσθε

διατρέφονται

접속법단수 διατρέφωμαι

διατρέφῃ

διατρέφηται

쌍수 διατρέφησθον

διατρέφησθον

복수 διατρεφώμεθα

διατρέφησθε

διατρέφωνται

기원법단수 διατρεφοίμην

διατρέφοιο

διατρέφοιτο

쌍수 διατρέφοισθον

διατρεφοίσθην

복수 διατρεφοίμεθα

διατρέφοισθε

διατρέφοιντο

명령법단수 διατρέφου

διατρεφέσθω

쌍수 διατρέφεσθον

διατρεφέσθων

복수 διατρέφεσθε

διατρεφέσθων, διατρεφέσθωσαν

부정사 διατρέφεσθαι

분사 남성여성중성
διατρεφομενος

διατρεφομενου

διατρεφομενη

διατρεφομενης

διατρεφομενον

διατρεφομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταῦτά τισ ἐπιλυόμενόσ φησιν ἡ μὲν φύσισ γὰρ ἣν λέγεισ ἐστὶν πόλισ, βρέφη δ’ ἐν αὑτῇ διατρέφει τοὺσ ῥήτορασ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 73 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 73 1:1)

  • εἶτ’ οὐκ οἶσθα ὅτι ἀφ’ ἑνὸσ μὲν τούτων, ἀλφιτοποιίασ, Ναυσικύδησ οὐ μόνον ἑαυτόν τε καὶ τοὺσ οἰκέτασ τρέφει, ἀλλὰ πρὸσ τούτοισ καὶ ὗσ πολλὰσ καὶ βοῦσ, καὶ περιποιεῖται τοσαῦτα ὥστε καὶ τῇ πόλει πολλάκισ λειτουργεῖν, ἀπὸ δὲ ἀρτοποιίασ Κύρηβοσ τήν τε οἰκίαν πᾶσαν διατρέφει καὶ ζῇ δαψιλῶσ, Δημέασ δ’ ὁ Κολλυτεὺσ ἀπὸ χλαμυδουργίασ, Μένων δ’ ἀπὸ χλανιδοποιίασ, Μεγαρέων δ’ οἱ πλεῖστοι ἀπὸ ἐξωμιδοποιίασ διατρέφονται; (Xenophon, Memorabilia, , chapter 7 7:1)

    (크세노폰, Memorabilia, , chapter 7 7:1)

유의어

  1. to sustain continually

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION