헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαπράσσω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαπράσσω διαπράξω

형태분석: δια (접두사) + πράσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. 끝내다, 마치다, 완료하다, 마무리하다, 다하다, 완성하다
  2. 유발시키다, 얻다, 영향을 미치다, 수행하다, 잡다, 획득하다, 관리하다, 성취하다, 통치하다, 완료하다
  3. 파괴하다, 죽이다, 파멸시키다, 쓸다
  1. to pass over, made their way over, to finish, went through, should finish
  2. to bring about, accomplish, effect, settle, to get, done, to effect for oneself, gain one's point, to manage
  3. to make an end of, destroy, slay

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπράσσω

(나는) 끝낸다

διαπράσσεις

(너는) 끝낸다

διαπράσσει

(그는) 끝낸다

쌍수 διαπράσσετον

(너희 둘은) 끝낸다

διαπράσσετον

(그 둘은) 끝낸다

복수 διαπράσσομεν

(우리는) 끝낸다

διαπράσσετε

(너희는) 끝낸다

διαπράσσουσιν*

(그들은) 끝낸다

접속법단수 διαπράσσω

(나는) 끝내자

διαπράσσῃς

(너는) 끝내자

διαπράσσῃ

(그는) 끝내자

쌍수 διαπράσσητον

(너희 둘은) 끝내자

διαπράσσητον

(그 둘은) 끝내자

복수 διαπράσσωμεν

(우리는) 끝내자

διαπράσσητε

(너희는) 끝내자

διαπράσσωσιν*

(그들은) 끝내자

기원법단수 διαπράσσοιμι

(나는) 끝내기를 (바라다)

διαπράσσοις

(너는) 끝내기를 (바라다)

διαπράσσοι

(그는) 끝내기를 (바라다)

쌍수 διαπράσσοιτον

(너희 둘은) 끝내기를 (바라다)

διαπρασσοίτην

(그 둘은) 끝내기를 (바라다)

복수 διαπράσσοιμεν

(우리는) 끝내기를 (바라다)

διαπράσσοιτε

(너희는) 끝내기를 (바라다)

διαπράσσοιεν

(그들은) 끝내기를 (바라다)

명령법단수 διαπράσσε

(너는) 끝내어라

διαπρασσέτω

(그는) 끝내어라

쌍수 διαπράσσετον

(너희 둘은) 끝내어라

διαπρασσέτων

(그 둘은) 끝내어라

복수 διαπράσσετε

(너희는) 끝내어라

διαπρασσόντων, διαπρασσέτωσαν

(그들은) 끝내어라

부정사 διαπράσσειν

끝내는 것

분사 남성여성중성
διαπρασσων

διαπρασσοντος

διαπρασσουσα

διαπρασσουσης

διαπρασσον

διαπρασσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπράσσομαι

(나는) 끝내여진다

διαπράσσει, διαπράσσῃ

(너는) 끝내여진다

διαπράσσεται

(그는) 끝내여진다

쌍수 διαπράσσεσθον

(너희 둘은) 끝내여진다

διαπράσσεσθον

(그 둘은) 끝내여진다

복수 διαπρασσόμεθα

(우리는) 끝내여진다

διαπράσσεσθε

(너희는) 끝내여진다

διαπράσσονται

(그들은) 끝내여진다

접속법단수 διαπράσσωμαι

(나는) 끝내여지자

διαπράσσῃ

(너는) 끝내여지자

διαπράσσηται

(그는) 끝내여지자

쌍수 διαπράσσησθον

(너희 둘은) 끝내여지자

διαπράσσησθον

(그 둘은) 끝내여지자

복수 διαπρασσώμεθα

(우리는) 끝내여지자

διαπράσσησθε

(너희는) 끝내여지자

διαπράσσωνται

(그들은) 끝내여지자

기원법단수 διαπρασσοίμην

(나는) 끝내여지기를 (바라다)

διαπράσσοιο

(너는) 끝내여지기를 (바라다)

διαπράσσοιτο

(그는) 끝내여지기를 (바라다)

쌍수 διαπράσσοισθον

(너희 둘은) 끝내여지기를 (바라다)

διαπρασσοίσθην

(그 둘은) 끝내여지기를 (바라다)

복수 διαπρασσοίμεθα

(우리는) 끝내여지기를 (바라다)

διαπράσσοισθε

(너희는) 끝내여지기를 (바라다)

διαπράσσοιντο

(그들은) 끝내여지기를 (바라다)

명령법단수 διαπράσσου

(너는) 끝내여져라

διαπρασσέσθω

(그는) 끝내여져라

쌍수 διαπράσσεσθον

(너희 둘은) 끝내여져라

διαπρασσέσθων

(그 둘은) 끝내여져라

복수 διαπράσσεσθε

(너희는) 끝내여져라

διαπρασσέσθων, διαπρασσέσθωσαν

(그들은) 끝내여져라

부정사 διαπράσσεσθαι

끝내여지는 것

분사 남성여성중성
διαπρασσομενος

διαπρασσομενου

διαπρασσομενη

διαπρασσομενης

διαπρασσομενον

διαπρασσομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπράξω

(나는) 끝내겠다

διαπράξεις

(너는) 끝내겠다

διαπράξει

(그는) 끝내겠다

쌍수 διαπράξετον

(너희 둘은) 끝내겠다

διαπράξετον

(그 둘은) 끝내겠다

복수 διαπράξομεν

(우리는) 끝내겠다

διαπράξετε

(너희는) 끝내겠다

διαπράξουσιν*

(그들은) 끝내겠다

기원법단수 διαπράξοιμι

(나는) 끝내겠기를 (바라다)

διαπράξοις

(너는) 끝내겠기를 (바라다)

διαπράξοι

(그는) 끝내겠기를 (바라다)

쌍수 διαπράξοιτον

(너희 둘은) 끝내겠기를 (바라다)

διαπραξοίτην

(그 둘은) 끝내겠기를 (바라다)

복수 διαπράξοιμεν

(우리는) 끝내겠기를 (바라다)

διαπράξοιτε

(너희는) 끝내겠기를 (바라다)

διαπράξοιεν

(그들은) 끝내겠기를 (바라다)

부정사 διαπράξειν

끝낼 것

분사 남성여성중성
διαπραξων

διαπραξοντος

διαπραξουσα

διαπραξουσης

διαπραξον

διαπραξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπράξομαι

(나는) 끝내여지겠다

διαπράξει, διαπράξῃ

(너는) 끝내여지겠다

διαπράξεται

(그는) 끝내여지겠다

쌍수 διαπράξεσθον

(너희 둘은) 끝내여지겠다

διαπράξεσθον

(그 둘은) 끝내여지겠다

복수 διαπραξόμεθα

(우리는) 끝내여지겠다

διαπράξεσθε

(너희는) 끝내여지겠다

διαπράξονται

(그들은) 끝내여지겠다

기원법단수 διαπραξοίμην

(나는) 끝내여지겠기를 (바라다)

διαπράξοιο

(너는) 끝내여지겠기를 (바라다)

διαπράξοιτο

(그는) 끝내여지겠기를 (바라다)

쌍수 διαπράξοισθον

(너희 둘은) 끝내여지겠기를 (바라다)

διαπραξοίσθην

(그 둘은) 끝내여지겠기를 (바라다)

복수 διαπραξοίμεθα

(우리는) 끝내여지겠기를 (바라다)

διαπράξοισθε

(너희는) 끝내여지겠기를 (바라다)

διαπράξοιντο

(그들은) 끝내여지겠기를 (바라다)

부정사 διαπράξεσθαι

끝내여질 것

분사 남성여성중성
διαπραξομενος

διαπραξομενου

διαπραξομενη

διαπραξομενης

διαπραξομενον

διαπραξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διέπρασσον

(나는) 끝내고 있었다

διέπρασσες

(너는) 끝내고 있었다

διέπρασσεν*

(그는) 끝내고 있었다

쌍수 διεπράσσετον

(너희 둘은) 끝내고 있었다

διεπρασσέτην

(그 둘은) 끝내고 있었다

복수 διεπράσσομεν

(우리는) 끝내고 있었다

διεπράσσετε

(너희는) 끝내고 있었다

διέπρασσον

(그들은) 끝내고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεπρασσόμην

(나는) 끝내여지고 있었다

διεπράσσου

(너는) 끝내여지고 있었다

διεπράσσετο

(그는) 끝내여지고 있었다

쌍수 διεπράσσεσθον

(너희 둘은) 끝내여지고 있었다

διεπρασσέσθην

(그 둘은) 끝내여지고 있었다

복수 διεπρασσόμεθα

(우리는) 끝내여지고 있었다

διεπράσσεσθε

(너희는) 끝내여지고 있었다

διεπράσσοντο

(그들은) 끝내여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 파괴하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION