헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διακαίω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διακαίω διακαύσω

형태분석: δια (접두사) + καί (어간) + ω (인칭어미)

  1. 흥분시키다, 자극하다, 불러일으키다, 북돋우다, 동요시키다
  1. to burn through, heat to excess, to inflame, excite

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακαίω

(나는) 흥분시킨다

διακαίεις

(너는) 흥분시킨다

διακαίει

(그는) 흥분시킨다

쌍수 διακαίετον

(너희 둘은) 흥분시킨다

διακαίετον

(그 둘은) 흥분시킨다

복수 διακαίομεν

(우리는) 흥분시킨다

διακαίετε

(너희는) 흥분시킨다

διακαίουσιν*

(그들은) 흥분시킨다

접속법단수 διακαίω

(나는) 흥분시키자

διακαίῃς

(너는) 흥분시키자

διακαίῃ

(그는) 흥분시키자

쌍수 διακαίητον

(너희 둘은) 흥분시키자

διακαίητον

(그 둘은) 흥분시키자

복수 διακαίωμεν

(우리는) 흥분시키자

διακαίητε

(너희는) 흥분시키자

διακαίωσιν*

(그들은) 흥분시키자

기원법단수 διακαίοιμι

(나는) 흥분시키기를 (바라다)

διακαίοις

(너는) 흥분시키기를 (바라다)

διακαίοι

(그는) 흥분시키기를 (바라다)

쌍수 διακαίοιτον

(너희 둘은) 흥분시키기를 (바라다)

διακαιοίτην

(그 둘은) 흥분시키기를 (바라다)

복수 διακαίοιμεν

(우리는) 흥분시키기를 (바라다)

διακαίοιτε

(너희는) 흥분시키기를 (바라다)

διακαίοιεν

(그들은) 흥분시키기를 (바라다)

명령법단수 διακαίε

(너는) 흥분시켜라

διακαιέτω

(그는) 흥분시켜라

쌍수 διακαίετον

(너희 둘은) 흥분시켜라

διακαιέτων

(그 둘은) 흥분시켜라

복수 διακαίετε

(너희는) 흥분시켜라

διακαιόντων, διακαιέτωσαν

(그들은) 흥분시켜라

부정사 διακαίειν

흥분시키는 것

분사 남성여성중성
διακαιων

διακαιοντος

διακαιουσα

διακαιουσης

διακαιον

διακαιοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακαίομαι

(나는) 흥분한다

διακαίει, διακαίῃ

(너는) 흥분한다

διακαίεται

(그는) 흥분한다

쌍수 διακαίεσθον

(너희 둘은) 흥분한다

διακαίεσθον

(그 둘은) 흥분한다

복수 διακαιόμεθα

(우리는) 흥분한다

διακαίεσθε

(너희는) 흥분한다

διακαίονται

(그들은) 흥분한다

접속법단수 διακαίωμαι

(나는) 흥분하자

διακαίῃ

(너는) 흥분하자

διακαίηται

(그는) 흥분하자

쌍수 διακαίησθον

(너희 둘은) 흥분하자

διακαίησθον

(그 둘은) 흥분하자

복수 διακαιώμεθα

(우리는) 흥분하자

διακαίησθε

(너희는) 흥분하자

διακαίωνται

(그들은) 흥분하자

기원법단수 διακαιοίμην

(나는) 흥분하기를 (바라다)

διακαίοιο

(너는) 흥분하기를 (바라다)

διακαίοιτο

(그는) 흥분하기를 (바라다)

쌍수 διακαίοισθον

(너희 둘은) 흥분하기를 (바라다)

διακαιοίσθην

(그 둘은) 흥분하기를 (바라다)

복수 διακαιοίμεθα

(우리는) 흥분하기를 (바라다)

διακαίοισθε

(너희는) 흥분하기를 (바라다)

διακαίοιντο

(그들은) 흥분하기를 (바라다)

명령법단수 διακαίου

(너는) 흥분해라

διακαιέσθω

(그는) 흥분해라

쌍수 διακαίεσθον

(너희 둘은) 흥분해라

διακαιέσθων

(그 둘은) 흥분해라

복수 διακαίεσθε

(너희는) 흥분해라

διακαιέσθων, διακαιέσθωσαν

(그들은) 흥분해라

부정사 διακαίεσθαι

흥분하는 것

분사 남성여성중성
διακαιομενος

διακαιομενου

διακαιομενη

διακαιομενης

διακαιομενον

διακαιομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακαύσω

(나는) 흥분시키겠다

διακαύσεις

(너는) 흥분시키겠다

διακαύσει

(그는) 흥분시키겠다

쌍수 διακαύσετον

(너희 둘은) 흥분시키겠다

διακαύσετον

(그 둘은) 흥분시키겠다

복수 διακαύσομεν

(우리는) 흥분시키겠다

διακαύσετε

(너희는) 흥분시키겠다

διακαύσουσιν*

(그들은) 흥분시키겠다

기원법단수 διακαύσοιμι

(나는) 흥분시키겠기를 (바라다)

διακαύσοις

(너는) 흥분시키겠기를 (바라다)

διακαύσοι

(그는) 흥분시키겠기를 (바라다)

쌍수 διακαύσοιτον

(너희 둘은) 흥분시키겠기를 (바라다)

διακαυσοίτην

(그 둘은) 흥분시키겠기를 (바라다)

복수 διακαύσοιμεν

(우리는) 흥분시키겠기를 (바라다)

διακαύσοιτε

(너희는) 흥분시키겠기를 (바라다)

διακαύσοιεν

(그들은) 흥분시키겠기를 (바라다)

부정사 διακαύσειν

흥분시킬 것

분사 남성여성중성
διακαυσων

διακαυσοντος

διακαυσουσα

διακαυσουσης

διακαυσον

διακαυσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακαύσομαι

(나는) 흥분하겠다

διακαύσει, διακαύσῃ

(너는) 흥분하겠다

διακαύσεται

(그는) 흥분하겠다

쌍수 διακαύσεσθον

(너희 둘은) 흥분하겠다

διακαύσεσθον

(그 둘은) 흥분하겠다

복수 διακαυσόμεθα

(우리는) 흥분하겠다

διακαύσεσθε

(너희는) 흥분하겠다

διακαύσονται

(그들은) 흥분하겠다

기원법단수 διακαυσοίμην

(나는) 흥분하겠기를 (바라다)

διακαύσοιο

(너는) 흥분하겠기를 (바라다)

διακαύσοιτο

(그는) 흥분하겠기를 (바라다)

쌍수 διακαύσοισθον

(너희 둘은) 흥분하겠기를 (바라다)

διακαυσοίσθην

(그 둘은) 흥분하겠기를 (바라다)

복수 διακαυσοίμεθα

(우리는) 흥분하겠기를 (바라다)

διακαύσοισθε

(너희는) 흥분하겠기를 (바라다)

διακαύσοιντο

(그들은) 흥분하겠기를 (바라다)

부정사 διακαύσεσθαι

흥분할 것

분사 남성여성중성
διακαυσομενος

διακαυσομενου

διακαυσομενη

διακαυσομενης

διακαυσομενον

διακαυσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διέκαιον

(나는) 흥분시키고 있었다

διέκαιες

(너는) 흥분시키고 있었다

διέκαιεν*

(그는) 흥분시키고 있었다

쌍수 διεκαίετον

(너희 둘은) 흥분시키고 있었다

διεκαιέτην

(그 둘은) 흥분시키고 있었다

복수 διεκαίομεν

(우리는) 흥분시키고 있었다

διεκαίετε

(너희는) 흥분시키고 있었다

διέκαιον

(그들은) 흥분시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεκαιόμην

(나는) 흥분하고 있었다

διεκαίου

(너는) 흥분하고 있었다

διεκαίετο

(그는) 흥분하고 있었다

쌍수 διεκαίεσθον

(너희 둘은) 흥분하고 있었다

διεκαιέσθην

(그 둘은) 흥분하고 있었다

복수 διεκαιόμεθα

(우리는) 흥분하고 있었다

διεκαίεσθε

(너희는) 흥분하고 있었다

διεκαίοντο

(그들은) 흥분하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 흥분시키다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION