헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δάος

2군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δάος

어원: dai/w

  1. 횃불, 성화
  1. a firebrand, torch

예문

  • Δᾶοσ δ’ εἴκοσι μνᾶσ ἐχέτω, πεντήκοντα Σύροσ, Συνετὴ δέκα, Τίβιοσ ὀκτώ· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 14, chapter 123 2:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 14, chapter 123 2:1)

  • αἱ δ’ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάοσ μετὰ χερσὶν ἔχουσαι, δέμνια δὲ στόρεσαν· (Homer, Odyssey, Book 4 31:2)

    (호메로스, 오디세이아, Book 4 31:2)

  • αἱ δ’ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάοσ μετὰ χερσὶν ἔχουσαι· (Homer, Odyssey, Book 7 31:3)

    (호메로스, 오디세이아, Book 7 31:3)

  • αἱ δ’ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάοσ μετὰ χερσὶν ἔχουσαι. (Homer, Odyssey, Book 22 80:4)

    (호메로스, 오디세이아, Book 22 80:4)

  • αὐτὰρ ἐπεὶ στόρεσαν πυκινὸν λέχοσ ἐγκονέουσαι, γρηὺ̈σ μὲν κείουσα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει, τοῖσιν δ’ Εὐρυνόμη θαλαμηπόλοσ ἡγεμόνευεν ἐρχομένοισι λέχοσδε, δάοσ μετὰ χερσὶν ἔχουσα· (Homer, Odyssey, Book 23 33:3)

    (호메로스, 오디세이아, Book 23 33:3)

유의어

  1. 횃불

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION