δάκτυλος
Second declension Noun; Masculine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
δάκτυλος
δακτύλου
Structure:
δακτυλ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Declension
Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἔδωκεν εἰσ τὸ εἴσω τοῦ δακτύλου· (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 22:4)
- τίσ ἄλλοσ ἀντὶ τουτουὶ τοῦ δακτύλου; (Aristophanes, Clouds, Lyric-Scene26)
- "ἔχει δὲ καὶ αὐτὴ καὶ ὁ κῆρυξ τὰ ἐπικαλύμματα κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ τὰ ἄλλα τὰ στρομβώδη ἐκ γενετῆσ πάντα, νέμονται δ’ ἐξείροντα τὴν καλουμένην γλῶτταν ὑπὸ τὸ κάλυμμα, τα δὲ μέγεθοσ τῆσ γλώσσησ ἔχει ἡ πορφύρα μεῖζον δακτύλου, ᾧ νέμεται καὶ διατρυπᾷ καὶ τὰ κογχύλια καὶ τὸ ἑαυτῆσ ὄστρακον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 37 1:4)
- μεμαγμένη δὲ Δήμητροσ κόρη κοίλη φάραγγοσ δακτύλου πιέσματι σύρει τριήρουσ ἐμβολὰσ μιμουμένη, δείπνου πρόδρομον ἄριστον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 71 2:1)
- καὶ πρὶν ἐξελθεῖν προσέπταισε πρὸσ τὸν οὐδόν, σφοδρᾶσ οὕτω πληγῆσ γενομένησ ὥστε τὸν μὲν ὄνυχα τοῦ μεγάλου δακτύλου ῥαγῆναι, τὸ δὲ αἷμα διὰ τοῦ ὑποδήματοσ ἔξω φέρεσθαι. (Plutarch, Tiberius Gracchus, chapter 17 3:1)
Synonyms
-
finger
- φάλαγξ (the bone between two joints of a finger or toe)