- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βλάστημα?

3군 변화 명사; 중성 로마알파벳 전사: blastēma 고전 발음: [떼:마] 신약 발음: [떼마]

기본형: βλάστημα βλάστηματος

형태분석: βλαστηματ (어간)

  1. 자식, 분지, 후손
  2. 분화, 발생, 분출
  1. offspring, an offshoot
  2. an eruption

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βλάστημα

자식이

βλαστήματε

자식들이

βλαστήματα

자식들이

속격 βλαστήματος

자식의

βλαστημάτοιν

자식들의

βλαστημάτων

자식들의

여격 βλαστήματι

자식에게

βλαστημάτοιν

자식들에게

βλαστήμασι(ν)

자식들에게

대격 βλάστημα

자식을

βλαστήματε

자식들을

βλαστήματα

자식들을

호격 βλάστημα

자식아

βλαστήματε

자식들아

βλαστήματα

자식들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν δὲ τῷ δέχεσθαι μέλη ἐκ χειρῶν ἱερέων, καὶ αὐτὸς ἑστὼς παῤ ἐσχάρᾳ βωμοῦ κυκλόθεν αὐτοῦ στέφανος ἀδελφῶν, ὡς βλάστημα κέδρου ἐν τῷ Λιβάνῳ. καὶ ἐκύκλωσαν αὐτὸν ὡς στελέχη φοινίκων. (Septuagint, Liber Sirach 50:12)

    (70인역 성경, Liber Sirach 50:12)

  • ἢ σῆς ἔμελλον γῆς τεμεῖν βλαστήματα πλεύσαντες αὖθις· (Euripides, Hecuba, episode, lyric 5:7)

    (에우리피데스, Hecuba, episode, lyric 5:7)

  • καὶ τἄλλ ὅσα χθὼν καλὰ φέρει βλαστήματα. (Euripides, Helen, episode 4:20)

    (에우리피데스, Helen, episode 4:20)

  • καὶ τὴν κακίαν δὲ βλάστημα τῆς ὕλης γεγονέναι, ἵνα μή, φησί, τὸ θεῖον αἴτιον τῶν κακῶν νομισθείη. (Plutarch, Compendium libri de animae procreatione in Timaeo, section 2 3:1)

    (플루타르코스, Compendium libri de animae procreatione in Timaeo, section 2 3:1)

  • "σόγκους δ οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ ὀνομήνω, μυελόεν βλάστημα, καρηκομόωντας ἀκάνθαις, βολβίνας θ, αἳ Ζῆνος Ὀλυμπίου εἰσὶν ἀοιδή, ἃς ἐν χέρσῳ θρέψε Διὸς παῖς ἄσπετος ὄμβρος, λευκοτέρας χιόνος, ἰδέειν ἀμύλοισιν ὁμοίας τάων φυομένων ἠράσσατο πότνια γαστήρ, ὅτι Νίκανδρος Μεγαρῆας βολβοὺς ἐπαινεῖ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 52189)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 52189)

  • ὡς γὰρ ὁ γεωργὸς ἄγριον μὲν ἐκκόπτων βλάστημα καὶ ἀγεννές, αὐτόθεν ἀφειδῶς ἐμβαλὼν τὸ σκαφεῖον ἀνέτρεψε τὴν ῥίζαν ἢ πῦρ προσαγαγὼν ἐπέκαυσεν ἀμπέλῳ δὲ προσιὼν τομῆς δεομένῃ καὶ μηλέας ἤ τινος ἐλαίας ἁπτόμενος, εὐλαβῶς ἐπιφέρει τὴν χεῖρα, δεδιὼς μή τι τοῦ ὑγιαίνοντος ἀποτυφλώσῃ: (Plutarch, De vitioso pudore, section 2 3:1)

    (플루타르코스, De vitioso pudore, section 2 3:1)

  • οὕτως ὁ φιλόσοφος φθόνον μὲν ἐξαιρῶν νέου ψυχῆς, ἀγεννὲς βλάστημα καὶ δυστιθάσευτον, ἢ φιλαργυρίαν ἀώρον, ἢ φιληδονίαν ἐπικόπτων ἀκόλαστον αἱμάσσει καὶ πιέζει καὶ τομὴν ποιεῖ καὶ οὐλὴν βαθεῖαν ὅταν δὲ τρυφερῷ μέρει ψυχῆς καὶ ἁπαλῷ κολούοντα προσαγάγῃ λόγον, οἱό῀ν ἐστι τὸ δυσωπούμενον καὶ διατρεπόμενον, εὐλαβεῖται μὴ λάθῃ τούτοις συναποκόψας τὸ αἰδούμενον. (Plutarch, De vitioso pudore, section 2 4:1)

    (플루타르코스, De vitioso pudore, section 2 4:1)

유의어

  1. 자식

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION