- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄτριπτος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: atriptos 고전 발음: [립또] 신약 발음: []

기본형: ἄτριπτος ἄτριπτη ἄτριπτον

형태분석: (접두사) + τριπτ (어간) + ος (어미)

어원: τρίβω

  1. not worn by work, not threshed, on which one cannot tread, untraversed

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἄτριπτος

(이)가

ἄτρίπτη

(이)가

ἄτριπτον

(것)가

속격 ἀτρίπτου

(이)의

ἄτρίπτης

(이)의

ἀτρίπτου

(것)의

여격 ἀτρίπτῳ

(이)에게

ἄτρίπτῃ

(이)에게

ἀτρίπτῳ

(것)에게

대격 ἄτριπτον

(이)를

ἄτρίπτην

(이)를

ἄτριπτον

(것)를

호격 ἄτριπτε

(이)야

ἄτρίπτη

(이)야

ἄτριπτον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀτρίπτω

(이)들이

ἄτρίπτα

(이)들이

ἀτρίπτω

(것)들이

속/여 ἀτρίπτοιν

(이)들의

ἄτρίπταιν

(이)들의

ἀτρίπτοιν

(것)들의

복수주격 ἄτριπτοι

(이)들이

ἄτριπται

(이)들이

ἄτριπτα

(것)들이

속격 ἀτρίπτων

(이)들의

ἄτριπτῶν

(이)들의

ἀτρίπτων

(것)들의

여격 ἀτρίπτοις

(이)들에게

ἄτρίπταις

(이)들에게

ἀτρίπτοις

(것)들에게

대격 ἀτρίπτους

(이)들을

ἄτρίπτας

(이)들을

ἄτριπτα

(것)들을

호격 ἄτριπτοι

(이)들아

ἄτριπται

(이)들아

ἄτριπτα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοὺς ἀνάνδρους καὶ ἀλογίστους, τοὺς ἀτρίπτους καὶ ἀγυμνάστους, τοὺς ἐκ νηπίων ἃς ἔχουσι δόξας φυλάττοντας. (Plutarch, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 42)

    (플루타르코스, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 42)

  • τοὺς ἀνάνδρους καὶ ἀλογίστους, τοὺς ἀτρίπτους καὶ ἀγυμνάστους, τοὺς ἐκ νηπίων ἃς ἔχουσι δόξας φυλάττοντας. (Plutarch, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 42)

    (플루타르코스, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 42)

  • ἀγνοοῦντες ὅσον ἐστὶ πρὸς ἀλυπίαν ἀγαθὸν τὸ μελετᾶν καὶ δύνασθαι πρὸς τὴν τύχην ἀνεῳγόσι τοῖς ὄμμασιν ἀντιβλέπειν καὶ μὴ ποιεῖν ἐν αὑτῷ τὰς φαντασίας ἀτρίπτους ἁπαλὰς ὥσπερ ἐνσκιατροφούμενον πολλαῖς ἐλπίσιν ὑπεικούσαις ἀεὶ καὶ πρὸς μηθὲν ἀντιτεινούσαις. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 193)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 193)

  • καὶ δύνασθαι πρὸς τὴν τύχην ἀνεῳγόσι τοῖς ὄμμασιν ἀντιβλέπειν, καὶ μὴ ποιεῖν ἐν αὑτῷ τὰς φαντασίας ἀτρίπτους καὶ ἁπαλὰς ὥσπερ ἐνσκιατραφούμενον πολλαῖς ἐλπίσιν ὑπεικούσαις ἀεὶ καὶ πρὸς μηδὲν ἀντιτεινούσαις. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 19 1:1)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 19 1:1)

  • εἰ δέ γ ἡ στενότης τοῦ πόρου τῆς γαστρὸς αἰτία τοῦ μένειν ἐπὶ πλέον ἦν τοῖς ἀτρίπτοις σιτίοις, οὐδὲν ἂν τούτων ποτὲ διεχώρησεν. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 411)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., G, section 411)

  • Πέτρος ἐγὼ τὸ πάλαι γυρὴ καὶ ἄτριπτος ἐπιβλὴς τὴν Ἡρακλείτου ἔνδον ἔχω κεφαλὴν αἰών μ ἔτριψεν κροκάλαις ἴσον ἐν γὰρ ἀμάξῃ παμφόρῳ αἰζηῶν εἰνοδίη τέταμαι. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 4791)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 4791)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION