헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄπλετος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἄπλετος ἄπλετη ἄπλετον

형태분석: ἀπλετ (어간) + ος (어미)

어원: prob. from PLE, pi/mplhmi

  1. 한계없는, 대단한, 광범위한
  1. boundless, immense

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ά̓πλετος

한계없는 (이)가

ἄπλέτη

한계없는 (이)가

ά̓πλετον

한계없는 (것)가

속격 ἀπλέτου

한계없는 (이)의

ἄπλέτης

한계없는 (이)의

ἀπλέτου

한계없는 (것)의

여격 ἀπλέτῳ

한계없는 (이)에게

ἄπλέτῃ

한계없는 (이)에게

ἀπλέτῳ

한계없는 (것)에게

대격 ά̓πλετον

한계없는 (이)를

ἄπλέτην

한계없는 (이)를

ά̓πλετον

한계없는 (것)를

호격 ά̓πλετε

한계없는 (이)야

ἄπλέτη

한계없는 (이)야

ά̓πλετον

한계없는 (것)야

쌍수주/대/호 ἀπλέτω

한계없는 (이)들이

ἄπλέτᾱ

한계없는 (이)들이

ἀπλέτω

한계없는 (것)들이

속/여 ἀπλέτοιν

한계없는 (이)들의

ἄπλέταιν

한계없는 (이)들의

ἀπλέτοιν

한계없는 (것)들의

복수주격 ά̓πλετοι

한계없는 (이)들이

ά̓́πλεται

한계없는 (이)들이

ά̓πλετα

한계없는 (것)들이

속격 ἀπλέτων

한계없는 (이)들의

ἄπλετῶν

한계없는 (이)들의

ἀπλέτων

한계없는 (것)들의

여격 ἀπλέτοις

한계없는 (이)들에게

ἄπλέταις

한계없는 (이)들에게

ἀπλέτοις

한계없는 (것)들에게

대격 ἀπλέτους

한계없는 (이)들을

ἄπλέτᾱς

한계없는 (이)들을

ά̓πλετα

한계없는 (것)들을

호격 ά̓πλετοι

한계없는 (이)들아

ά̓́πλεται

한계없는 (이)들아

ά̓πλετα

한계없는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταῦτα πρῶτον ὅσασ παρέσχηκε τοῖσ ἐξηγουμένοισ διαφοράσ, ἄπλετον ἔργον ἐστὶ διελθεῖν ἐν τῷ παρόντι, πρὸσ δ’ ὑμᾶσ ἐντετυχηκότασ ὁμοῦ ταῖσ πλείσταισ καὶ περιττόν. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 1 5:1)

    (플루타르코스, De animae procreatione in Timaeo, section 1 5:1)

  • ἑώρα δὲ τῶν πρότερον οὐδὲν ἀλλ’ ἢ τὰ ἄστρα παμμεγέθη καὶ ἀπέχοντα πλῆθοσ ἀλλήλων ἄπλετον, αὐγήν τε τῇ· (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 22 11:2)

    (플루타르코스, De sera numinis vindicta, section 22 11:2)

  • ταῦτα δ’ εἰπὼν ἦγεν αὐτὸν ταχὺ μέν, ἄπλετον δέ τινα τόπον ὡσ ἐφαίνετο διεξιόντα ῥᾳδίωσ καὶ ἀπλανῶσ, οἱο͂ν ὑπὸ πτερῶν τῶν τοῦ φωτὸσ αὐγῶν ἀναφερόμενον· (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 22 33:1)

    (플루타르코스, De sera numinis vindicta, section 22 33:1)

  • ἀλλὰ τοῦ τε κόσμου πάλιν τὸ πῦρ ὃ σπέρμα λέγουσιν εἶναι καὶ μετὰ τὴν ἐκπύρωσιν εἰσ σπέρμα μετέβαλε τὸν κόσμον ἐκ βραχυτέρου σώματοσ καὶ ὄγκου, φύσιν ἔχοντα πολλὴν καὶ τοῦ κενοῦ προσεπιλαμβάνοντα χώραν ἄπλετον ἐπινεμομένην τῇ αὐξήσει, γεννωμένου δ’ αὖθισ ὑποχωρεῖν τὸ μέγεθοσ καὶ συνολισθάνειν, δυομένησ καὶ συναγομένησ περὶ τὴν γένεσιν εἰσ ἑαυτὴν τῆσ ὕλησ. (Plutarch, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 35 4:2)

    (플루타르코스, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 35 4:2)

  • ἀλλ’ ἐπί μοι μελέῳ βάροσ ἄπλετον· (Sophocles, Trachiniae, episode, anapests11)

    (소포클레스, 트라키니아이, episode, anapests11)

유의어

  1. 한계없는

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION