헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀντιγράφω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀντιγράφω

형태분석: ἀντιγράφ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to write against or in answer, write back
  2. to put in as a plea, to plead against

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιγράφω

ἀντιγράφεις

ἀντιγράφει

쌍수 ἀντιγράφετον

ἀντιγράφετον

복수 ἀντιγράφομεν

ἀντιγράφετε

ἀντιγράφουσιν*

접속법단수 ἀντιγράφω

ἀντιγράφῃς

ἀντιγράφῃ

쌍수 ἀντιγράφητον

ἀντιγράφητον

복수 ἀντιγράφωμεν

ἀντιγράφητε

ἀντιγράφωσιν*

기원법단수 ἀντιγράφοιμι

ἀντιγράφοις

ἀντιγράφοι

쌍수 ἀντιγράφοιτον

ἀντιγραφοίτην

복수 ἀντιγράφοιμεν

ἀντιγράφοιτε

ἀντιγράφοιεν

명령법단수 ἀντίγραφε

ἀντιγραφέτω

쌍수 ἀντιγράφετον

ἀντιγραφέτων

복수 ἀντιγράφετε

ἀντιγραφόντων, ἀντιγραφέτωσαν

부정사 ἀντιγράφειν

분사 남성여성중성
ἀντιγραφων

ἀντιγραφοντος

ἀντιγραφουσα

ἀντιγραφουσης

ἀντιγραφον

ἀντιγραφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιγράφομαι

ἀντιγράφει, ἀντιγράφῃ

ἀντιγράφεται

쌍수 ἀντιγράφεσθον

ἀντιγράφεσθον

복수 ἀντιγραφόμεθα

ἀντιγράφεσθε

ἀντιγράφονται

접속법단수 ἀντιγράφωμαι

ἀντιγράφῃ

ἀντιγράφηται

쌍수 ἀντιγράφησθον

ἀντιγράφησθον

복수 ἀντιγραφώμεθα

ἀντιγράφησθε

ἀντιγράφωνται

기원법단수 ἀντιγραφοίμην

ἀντιγράφοιο

ἀντιγράφοιτο

쌍수 ἀντιγράφοισθον

ἀντιγραφοίσθην

복수 ἀντιγραφοίμεθα

ἀντιγράφοισθε

ἀντιγράφοιντο

명령법단수 ἀντιγράφου

ἀντιγραφέσθω

쌍수 ἀντιγράφεσθον

ἀντιγραφέσθων

복수 ἀντιγράφεσθε

ἀντιγραφέσθων, ἀντιγραφέσθωσαν

부정사 ἀντιγράφεσθαι

분사 남성여성중성
ἀντιγραφομενος

ἀντιγραφομενου

ἀντιγραφομενη

ἀντιγραφομενης

ἀντιγραφομενον

ἀντιγραφομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κληροῦσι δὲ καὶ γραμματέα τὸν κατὰ πρυτανείαν καλούμενον, ὃσ τῶν γραμμάτων ἐστὶ κύριοσ, καὶ τὰ ψηφίσματα τὰ γιγνόμενα φυλάττει, καὶ τἆλλα πάντα ἀντιγράφεται καὶ παρακάθηται τῇ βουλῇ. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 54 3:1)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 54 3:1)

  • κληροῦσι δὲ καὶ ἐπὶ τοὺσ νόμουσ ἕτερον, ὃσ παρακάθηται τῇ βουλῇ, καὶ ἀντιγράφεται καὶ οὗτοσ πάντασ. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 54 4:1)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 54 4:1)

유의어

  1. to write against or in answer

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION