헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀντεραστής

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀντεραστής

형태분석: ἀντεραστ (어간) + ης (어미)

  1. 연적, 라이벌, 가격, 가치
  1. a rival in love, for, a rival

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀντεραστής

연적이

ἀντεραστᾱ́

연적들이

ἀντερασταί

연적들이

속격 ἀντεραστοῦ

연적의

ἀντερασταῖν

연적들의

ἀντεραστῶν

연적들의

여격 ἀντεραστῇ

연적에게

ἀντερασταῖν

연적들에게

ἀντερασταῖς

연적들에게

대격 ἀντεραστήν

연적을

ἀντεραστᾱ́

연적들을

ἀντεραστᾱ́ς

연적들을

호격 ἀντεραστά

연적아

ἀντεραστᾱ́

연적들아

ἀντερασταί

연적들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐκ ὀλίγα δὲ καὶ ἡ Λακεδαίμων τοιαῦτα παρέχεται, τὸν Υἅκινθον καὶ τὸν τοῦ Ἀπόλλωνοσ ἀντεραστὴν Ζέφυρον καὶ τὴν ὑπὸ τῷ δίσκῳ τοῦ μειρακίου σφαγὴν καὶ τὸ ἐκ τοῦ αἵματοσ ἄνθοσ καὶ τὴν ἐν αὐτῷ αἰάζουσαν ἐπιγραφήν, καὶ τὴν Τυνδάρεω ἀνάστασιν καὶ τὴν Διὸσ ἐπὶ τούτῳ κατ’ Ἀσκληπιοῦ ὀργὴν ἔτι δὲ καὶ τὸν Πάριδοσ ξενισμὸν καὶ τὴν Ἑλένησ ἁρπαγὴν μετὰ τὴν. (Lucian, De saltatione, (no name) 45:1)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 45:1)

  • ἀμελούμενοσ οὖν ὁ Δεινίασ οὐχ ὑπὸ τῆσ Χαρικλείασ μόνον ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν κολάκων κἀκεῖνοι γὰρ ἐπὶ τὸν Κρῆτα ἤδη τὸν ἐρώμενον μετεληλύθεσαν ^ ἔρχεται παρὰ τὸν Ἀγαθοκλέα καὶ πάλαι εἰδότα ὡσ ἔχοι πονηρῶσ τὰ πράγματα αὐτῷ, καὶ αἰδούμενοσ τὸ πρῶτον ὅμωσ διηγεῖτο πάντα ‐ τὸν ἔρωτα, τὴν ἀπορίαν, τὴν ὑπεροψίαν τῆσ γυναικόσ, τὸν ἀντεραστὴν τὸν Κρῆτα, καὶ τέλοσ ὡσ οὐ βιώσεται μὴ οὐχὶ συνὼν τῇ Χαρικλείᾳ. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 16:2)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 16:2)

  • ἐπιδεικνύναι τὸ φιλοκίνδυνον κἀφιλόψυχον ὡσ Θήρων ὁ Θεσσαλὸσ προσβαλὼν τὴν χεῖρα τῷ τοίχῳ τὴν εὐώνυμον καὶ σπασάμενοσ τὴν μάχαιραν ἀπέκοψε τὸν ἀντίχειρα προκαλούμενοσ τὸν ἀντεραστήν. (Plutarch, Amatorius, section 17 14:1)

    (플루타르코스, Amatorius, section 17 14:1)

  • τὸ φιλοσοφεῖν αἰσχρὸν ἡγησαίμην εἶναι, οὐδ’ ἂν ἄνθρωπον νομίσαιμι ἐμαυτὸν εἶναι, οὐδ’ ἄλλον τὸν οὕτω διακείμενον, ἐνδεικνύμενοσ εἰσ τὸν ἀντεραστήν, καὶ λέγων μεγάλῃ τῇ φωνῇ, ἵν’ αὐτοῦ κατακούοι τὰ παιδικά. (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 13:1)

    (플라톤, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 13:1)

유의어

  1. 연적

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION